Γιατί η οικονομία μας χρειάζεται μια άλλη προσέγγιση σε ότι αφορά την Περιβαλλοντική προστασία
Του ΦΙΛΙΠΠΟΥ ΓΚΑΝΟΥΛΗ*
Η φύση δεν αποτελεί τροχοπέδη για μία δίκαιη βιώσιμη Οικονομία – Αντιθέτως η προστασία της αποτελεί αναπόφευκτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης.
Μία από τις μεγαλύτερες αυταπάτες της εποχής μας είναι η ιδέα πως συχνά πρέπει αναγκαστικά να επιλέξουμε ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Είναι γεγονός ότι το εκατό τοις εκατό της οικονομικής δραστηριότητας, σήμερα αλλά και στο παρελθόν, εξαρτάται από τις υπηρεσίες και τα οφέλη που παρέχονται από τη φύση.
Ενώ πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν λανθασμένα πως είναι απόλυτα λογικό να γίνει αποδεκτή η ρευστοποίηση φυσικών οικοσυστημάτων μπροστά στην επιδίωξη της όποιας «ανάπτυξης», διαφορετικές εξειδικευμένες μελέτες αποκαλύπτουν την τεράστια αναπτυξιακή προοπτική που χάνεται όταν εφαρμόζονται αποφάσεις και πολιτικές που αποσκοπούν στην προώθηση οικονομικών δραστηριοτήτων που υποβαθμίζουν το φυσικό περιβάλλον.
Για παράδειγμα, καθώς γίνεται προσπάθεια να μειωθούν παγκοσμίως οι εκπομπές ορυκτών καυσίμων, μια πρόσφατη μελέτη εκτιμά πως η μείωση κατά το ήμισυ του ρυθμού αποψίλωσης των δασών μέχρι το 2030 αντιστοιχεί σε αξία επενδύσεων και πολιτικών με την ίδια ακριβώς στόχευση, ύψους 3,2 τρισεκατομμυρίων Ευρώ.
Επιπρόσθετα η άγρια φύση αυτών των ίδιων δασών έχει επίσης μεγάλη αξία – περίπου το 50% της φαρμακευτικής αγοράς των Ηνωμένων Πολιτειών αξίας 500 δισ. Ευρώ βασίζεται στην βιοποικιλότητα των άγριων ειδών, πολλά από τα οποία βρίσκονται στα δάση. Και δεν είναι μόνο η βιοποικιλότητα της άγριας φύσης κρύβει οικονομικά οφέλη. Μεταξύ άλλων, η άγρια φύση συμβάλλει επίσης στον έλεγχο παρασίτων και ασθενειών. Έτσι το κόστος της απώλειας του Ινδικού γύπα εκτιμάται σε αξία 30 δισεκατομμυρίων Ευρώ, κυρίως λόγω των δαπανών δημόσιας υγείας που συνδέονται με τις αυξημένες λοιμώξεις από τη λύσσα, αποτέλεσμα της κατάρρευσης των πληθυσμών του αρπακτικού.
Ακόμη το ετήσιο όφελος ελέγχου του πληθυσμού παρασίτων που παρέχεται από εντομοφάγα πτηνά σε μια φυτεία καφέ έχει εκτιμηθεί σε 27 ευρώ ανά στρέμμα ενώ αντίστοιχα η ετήσια προστιθέμενη αξία ανά στρέμμα από πτηνά που ελέγχουν τα παράσιτα σε δάση που παράγουν ξυλεία ανέρχεται σε 150 Ευρώ. Περνώντας στην Ευρωπαϊκή εμπειρία καλόγεροι (πτηνό) με δράση κατά των κάμπιων σε ολλανδικό οπωρώνα εκτιμήθηκε πως βελτίωσαν τη παραγωγή και συγκομιδή μήλων κατά 50%. Οι υπηρεσίες που παρέχονται από έντομα όπως οι μέλισσες, σε ότι αφορά το έργο επικονίασης που στηρίζει την παγκόσμια αγορά γεωργικών προϊόντων αξίας ενός τρισεκατομμυρίου ευρώ, εκτιμήθηκε σε 190 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Τα θαλάσσια οικοσυστήματα παράγουν επίσης τεράστιο οικονομικό όφελος. Η αξία του παγκόσμιου ΑΕΠ που προέρχεται από τα θαλάσσια αποθέματα και τις βιομηχανίες που συνδέονται με αυτά είναι αξίας περίπου 250 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Σύμφωνα με μια παλαιότερη μελέτη της Trucost η υποβάθμιση της φύσης κοστίζει στην παγκόσμια οικονομία 5 τρισεκατομμύρια ευρώ ετησίως, ποσό που αντιστοιχεί στο 11% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με τάση να αγγίξει τα 22 τρις μέχρι το 2050. Στον αντίποδα αυτού εκτιμάται πως η επίτευξη παγκόσμιων στόχων που θα απέτρεπαν τη μαζική εξαφάνιση ειδών θα κοστίσει περίπου 76 δισ. δολάρια ετησίως – ή το 0,12% του ετήσιου παγκόσμιου ΑΕΠ. Έτσι, ενώ έχουμε συνηθίσει να ακούμε πως η περιβαλλοντική προστασία είναι ένα εμπόδιο στην ανάπτυξη, το ακριβώς αντίθετο φαίνεται να συμβαίνει. Η προστασία και η φροντίδα της φύσης αποτελεί αναπόφευκτη προϋπόθεση για τη διατήρηση της οικονομικής ανάπτυξης. Όσο περισσότερο συνεχίζουμε να αγνοούμε τους ρόλους που διαδραματίζουν τα φυσικά οικοσυστήματα και να οικοδομούμε το οικονομικό μας μοντέλο σε θεμέλια άμμου, τόσο μεγαλύτερο θα είναι το κόστος που θα επιβαρυνθούν οι επόμενες γενιές.
Δυστυχώς σήμερα δεν φαίνεται να υπάρχει η απαραίτητη πολιτική βούληση ώστε να αποφευχθεί κάτι τέτοιο. Το ότι απλώς δεν υπάρχει καταδεικνύεται αδιαμφισβήτητα από το γεγονός πως κινητοποιήθηκαν τάχιστα πακέτα διάσωσης αξίας άνω των 2,5 δισεκατομμυρίων ευρώ με στόχο την αντιμετώπιση της πρόσφατης χρηματοπιστωτικής κρίσης, αλλά στον αντίποδα πραγματοποιήθηκαν ελάχιστες προσπάθειες για την προστασία των φυσικών πόρων και την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.
Οι οικονομολόγοι, αλλά συχνά και οι πολιτικοί μας, έχουν συνηθίσει να βλέπουν τη φύση ως αστέρευτο προμηθευτή πόρων αλλά και χωματερή αποβλήτων. Θα πρέπει επιτέλους να συνειδητοποιήσουμε πως η φύση παρέχει επιπρόσθετα ζωτικές υπηρεσίες ενώ είναι ο μεγαλύτερος σύμμαχος μας για την εξασφάλιση της ικανοποίησης των σημερινών και μελλοντικών ανθρώπινων αναγκών. Το συμπέρασμα αυτό δεν θα πρέπει πια να θεωρείται πως είναι αποκλειστικά προϊόν μιας οικολογικής προσέγγισης, αλλά πλέον αποτέλεσμα ενός τεράστιου αριθμού οικονομικών στοιχείων.
*Ο Φίλιππος Γκανούλης είναι υποψήφιος Περιφερειάρχης Κεντρικής Μακεδονίας, επικεφαλής της παράταξης Οικολογία – Πράσινη Λύση.