Για ένα πράσινο μέλλον χωρίς εξορύξεις
Άρθρο του Νίκου Πουτσιάκα που δημοσιεύθηκε στην Αυγή 21/1/2020
Τα τελευταία χρόνια γίνεται ιδιαίτερος λόγος για τις εξορύξεις υδρογονανθράκων στη χώρα μας (Ήπειρος, Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησος Ιόνιο και Κρήτη), και από πολλούς, κατά καιρούς, έχει γίνει προσπάθεια να παρουσιαστούν οι υδρογονάνθρακες ως «μάννα εξ ουρανού» που θα λύσουν μονομιάς όλα τα προβλήματα της χώρας.
Περί τίνος, όμως πρόκειται πραγματικά; μήπως είναι ακόμη ένας εθνικός μύθος, η νέα μας ψευδής μεγάλη ιδέα;
Μια πενταετία μετά τις ιστορικές αποφάσεις της συνόδου των Παρισίων για το κλίμα COP 21, η φαιδρά πορτοκαλέα φαίνεται να συνεχίζει απτόητη να ανθεί στη χώρα μας, και αυτό γιατί αντί να απευθυνόμαστε στο μέλλον που είναι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και κυρίως η ηλιακή, που αφθονεί στον τόπο μας, πειραματιζόμαστε, παίζοντας με πραγματικούς κινδύνους.
Είναι πολλοί οι λόγοι για τους οποίους δεν πρέπει να ασχοληθούμε στη χώρα μας με τους υδρογονάνθρακες και ιδιαίτερα στις περιοχές που υποτίθεται ότι αυτοί υπάρχουν.
Ο βασικότερος λόγος, για τον οποίον δεν πρέπει να επιδιώξουμε την αναζήτηση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων, συνδέεται με τα πορίσματα/αποφάσεις της COP 21, σύμφωνα με τα οποία πρέπει, ως το 2050 θα πρέπει να απεξαρτηθούμε πλήρως από τα ορυκτά καύσιμα, κάτι που σημαίνει ότι όχι μόνο δεν πρέπει να αναζητήσουμε νέες πήγες, αλλά και να εγκαταλείψουμε σταδιακά τις υφιστάμενες.
Άρα τι νόημα θα είχε να σπαταληθούν τεράστια ποσά και έτσι να τεθεί άσκοπα σε κίνδυνο ένα μεγάλο κομμάτι του φυσικού μας πλούτου, που αποτελεί δυνητική πηγή βιώσιμης ευημερίας; Αλλά και να μην υπήρχαν οι δεσμεύσεις της συμφωνίας των Παρισίων, οι οποίες συνιστούν εκ των ων ουκ άνευ προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και τη συγκράτηση των ορίων υπερθέρμανσης του πλανήτη κάτω των 2 βαθμών Κελσίου, υπάρχουν και πολλοί άλλοι λόγοι για τους οποίους δεν θα έπρεπε να προχωρήσει η χώρα μας στην εξόρυξη υδρογονανθράκων, όπως:
Οι εξορύξεις, με βάση τις διεθνείς τιμές του πετρελαίου και όλων των συναφών προϊόντων που εξαρτώνται από αυτό, δεν είναι συμφέρουσες και αποτελούν μάλλον μόνο χρηματιστηριακό σωσίβιο για τις εξορυκτικές εταιρείες παρά μία πραγματική κερδοφόρο δραστηριότητα. Αλλά, και να υπήρχε κερδοφορία το σύνολο σχεδόν των κερδών αυτών, πηγαίνουν στους πολυεθνικούς πετρελαϊκούς ομίλους και τους εξοχώριους φορολογικούς παραδείσους, με ελάχιστα, ως μηδαμινά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες.
Οι περιβαλλοντικοί κίνδυνοι που απορρέουν από τις έρευνες και από την πιθανή μεταγενέστερη εκμετάλλευση, είναι τεράστιοι, με ορατό το ενδεχόμενο ενεργοποίησης ρηγμάτων σε περιοχές μεγάλης σεισμικότητας όπως είναι το Ιόνιο και η Δυτική Ελλάδα, αλλά και της μη αναστρέψιμης αλλοίωσης του φυσικού περιβάλλοντος. Πιθανά δε ατυχήματα σε θαλάσσιους χώρους μπορεί να αποβούν μοιραία για τον τουριστικό τομέα.
Επιπλέον δε αυτών, δημιουργούνται εντάσεις σε μία εύθραυστη γεωπολιτικά περιοχή, χωρίς να υπάρχει καμία προοπτική διασφάλισης κάποιου αμοιβαίου οφέλους, ούτε καν μονομερώς. Το μόνο που διαταράσσεται είναι η Ειρήνη μιας περιοχής, ένα από τα πολυτιμότερα αγαθά, που αποτελεί προϋπόθεση και όρο ύπαρξης για τα υπόλοιπα.
Οι περισσότερες περιοχές, στις οποίες σκοπεύει η χώρα μας να ενεργοποιήσει τις έρευνες για υδρογονάνθρακες, είναι υψηλής φυσικής αξίας και ανήκουν σε καθεστώς προστασίας (Φύση 2000) και οι όποιες παρεμβάσεις θα έχουν καταστρεπτικές συνέπειες στους φυσικούς και άλλους πόρους και τη βιοποικιλότητα.
Οι προοπτικές μίας αειφορικής ήπιας ανάπτυξης της Ηπείρου με ιδιοτυποποιημένα προϊόντα και ένα ολοκληρωμένο οικοτουριστικό δίκτυο θα πάψουν να υπάρχουν. Η διπλανή Αλβανία, όπου υπήρξαν εξορύξεις, αποτελεί χαρακτηριστικό αποτρεπτικό παράδειγμα, αφού ούτε καν το νερό τους δεν μπορούν πλέον να πιούν σε αρκετές περιοχές.
Στις θαλάσσιες περιοχές, εκτός από τις επιπτώσεις σε μοναδικά θαλάσσια είδη που αποτελούν εξαιρετικά στοιχεία μιας μοναδικής βιοποικιλότητας, υπάρχουν και οι ορατοί κίνδυνοι πιθανών ατυχημάτων που θα είχαν καταστροφικές συνέπειες χειρότερες, ίσως και από εκείνες που είδαμε στον Κόλπο του Μεξικού, καθώς οι θαλάσσιες περιοχές είναι τέτοιες, που οι ζημιές δεν θα αποκαθίστανται και τομείς, όπως η αλιεία και θαλάσσιος τουρισμός, μπορεί να αφανιστούν.
Αντί να διακινδυνεύσουμε τα πάντα για τις εξορύξεις, που θα φέρουν κυρίως προβλήματα, κόντρα στις διεθνώς διαμορφούμενες συνθήκες στο ζήτημα της κλιματικής κρίσης, ενώ τα όποια κέρδη θα είναι μόνο για λίγους προνομιούχους, είναι καιρός να στραφούμε πλήρως προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας οι οποίες προσφέρουν αναμφίβολα εξαιρετικές προοπτικές ανάπτυξης νέων ήπιων τεχνολογικών μεθόδων που συνιστούν ένα πολύπλευρο πεδίο ανάπτυξης νέων κοιτασμάτων απασχόλησης στον τομέα της περιβαλλοντικής και κοινωνικής καινοτομίας και όποιος δεν ακολουθήσει αυτή την πορεία θα χάσει το τρένο.
Απαιτείται, λοιπόν, η εκπόνηση ενός νέου χωροταξικού, το οποίο θα καθορίζει ορθολογικά και με βάση τις ανάγκες της κοινωνίας τη χωρική, λελογισμένη και αποτελεσματική αξιοποίηση όλων των μορφών των Α.Π.Ε., για τη σταδιακή επίτευξη ουδέτερου ενεργειακού αποτυπώματος.
Είναι η μοναδική διέξοδος προς μια προοπτική βιώσιμης ευημερίας, που υπηρετεί τον πολίτη, ενάντια σε οικονομικές αντιξοότητες και κοινωνικές ανισότητες.