Παλιάς κοπής ανάπτυξη και καθόλου ανθεκτικότητα
To ακόλουθο άρθρο φέρει την υπογραφή του Ηλία Παπαθεοδώρου, Συνεκπροσώπου των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ στο Ευρωπαϊκό Πράσινο Κόμμα και φιλοξενήθηκε στην ιστοσελίδα MONEYREVIEW.GR του ομίλου της Καθημερινής
Θα περίμενε κάνεις πως εν μέσω πανδημίας θα είχε γίνει αντιληπτό ότι στο μέλλον θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε ξανά υγειονομικές και περιβαλλοντικές κρίσεις, με τις δεύτερες να γίνονται εντονότερες και συχνότερες. Στην Ευρωπαική Επιτροπή αλλά και στο Ευρωκοινοβούλιο το μήνυμα έχει ληφθεί, για αυτό άλλωστε το νέο Ταμείο ονομάστηκε «Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας». Στη χώρα μας δυστυχώς δεν δίνουμε την πρέπουσα σημασία στην Ανθεκτικότητα. Γι’ αυτό άλλωστε και πολλά από τα παλιάς κοπής δημόσια έργα που προτάθηκαν από την κυβέρνηση απορρίφθηκαν στις Βρυξέλλες. Η ΕΕ έχει αλλάξει και οι εποχές που απλά μοίραζε χρήμα τέλειωσαν.
Για να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις του μέλλοντος πρέπει να εκμεταλλευτούμε σωστά τη μοναδική ευκαιρία των 31 δισεκατομμυρίων του Ταμείου Ανάκαμψης & Ανθεκτικότητας, δίνοντας έμφαση στην Ανθεκτικότητα. Η Κυβέρνηση τονίζει την σημαντική αύξηση στο ΑΕΠ που θα προσφέρει το Ταμείο χωρίς να εστιάζει αρκετά στο τί θα γίνει μετά το 2027 που το πρόγραμμα θα τελειώσει και θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε το ζήτημα της αποπληρωμής των δανείων. Δυστυχώς ένα μεγάλο μέρος του ΤΑΑ αποτελεί δάνεια. Το παρόν σχέδιο μπορεί να είναι τεχνοκρατικά συμπαγές αλλά υπολείπεται σε όραμα για με ισχυρή Ελλάδα, με βιώσιμη, πράσινη, ανθεκτική οικονομία που θα οδηγήσει σε βάθος χρόνου στη δημιουργία ενός βελτιωμένου επιπέδου ζωής για τους πολίτες.
Η κυβέρνηση ήταν υποχρεωμένη, βάση του προγράμματος της ΕΕ, να προτείνει έργα που θα πραγματοποιηθούν εντός 5-7 ετών, αλλά και δράσεις που θα ενεργοποιήσουν ιδιωτικά κεφάλαια. Αλλά αντί να δημιουργήσει δράσεις για την ανάκαμψη μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την αναβάθμιση της ποιότητας της καθημερινότητας των πολιτών, εγκλωβίστηκε στην παλαιάς κοπής λογική των μεγάλων έργων για μια περιορισμένη ομάδα επιχειρήσεων αντί των πολλών έργων προς την ενίσχυση της ραχοκοκαλιάς της οικονομίας, δηλαδή των μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Κατά το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν πάνω από 99% των επιχειρήσεων και αντιπροσωπεύουν περίπου 19,3% του ΑΕΠ και 87% της απασχόλησης σε επιχειρήσεις.
Ενώ λοιπόν θεωρητικά η πρόταση της Κυβέρνησης είναι συμβατή με το αφήγημα της ανάπτυξης, επί της ουσίας η ανάπτυξη που προτείνει είναι εξαιρετικά επιλεκτική και αφορά ελάχιστο μέρος της Ελληνικής κοινωνίας.
Ας πάρουμε για παράδειγμα τον τομέα της ενέργειας. Η κυβέρνηση υποστηρίζει πως θα πρωτοστατήσει στη ενεργειακή μετάβαση από τα ορυκτά καύσιμα σε μια πράσινη οικονομία αντιγράφοντας έναν όρο Πράσινων κομμάτων. Δυστυχώς όμως αυτό που κάνει θυμίζει περισσότερο greenwashing παρά μια ουσιαστική μετάβαση στην πράσινη οικονομία. Η πράσινη οικονομία θα μπορούσε να συμβάλλει ουσιαστικά στην καταπολέμηση της ρύπανσης των πόλεων, στη μείωση της ενεργειακής φτώχιας μέσω της ιδιο-παραγωγής, στην ευρεία ενεργειακή αναβάθμιση κτιρίων με μεγάλα ποσοστά επιδότησης για τους οικονομικά αδύναμους, στις ενεργειακές κοινότητες που θα προάγουν την παραγωγή ενέργειας σε εγγύτητα με την κατανάλωση της και με οικονομικά οφέλη για τις τοπικές κοινωνίες, αλλά και την δίκαιη μετάβαση των τοπικών οικονομιών της Μεγαλόπολης και της Δυτικής Μακεδονίας.
Η κυβέρνηση αντίθετα προωθεί την λογική των μεγάλων αιολικών επενδύσεων από ένα μικρό αριθμό επιχειρηματικών ομίλων ενώ γνωρίζει πως υπάρχει έλλειψη ορθού χωροταξικού για χερσαία ή θαλάσσια αιολικά πάρκα και πως πολλές από τις επενδύσεις θα επηρεάσουν ανεπανόρθωτα το περιβάλλον. Τα παραδείγματα των Αγράφων ή των εξαιρετικής ομορφιάς και οικολογικής σημασίας μικρών νήσων και νησίδων του Αιγαίου με τις εντονότατες αντιδράσεις των τοπικών κοινωνιών δεν φαίνεται να έχουν ευαισθητοποιήσει τους κυβερνώντες. Εάν η Κυβέρνηση είχε πραγματικά την διάθεση για πράσινη μετάβαση, θα χειριζόταν το Ταμείο τελείως διαφορετικά.