O Ηλίας Παπαθεοδώρου στην Καθημερινή: Οι άνθρωποι κάνουν τη διαφορά στις ΜΕΘ
Από τον Ηλία Παπαθεοδώρου, Οργανωτικό Γραμματέα των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ. Ευχαριστούμε την Καθημερινή για τη φιλοξενία του άρθρου του.
Η χώρα μας βιώνει άλλο ένα ισχυρό κύμα Κόβιντ-19. Στο κλείσιμο του έτους, καταγράφονται περισσότεροι από 19.800* θάνατοι και ένα σύστημα υγείας στα όρια του: Νοσηλευτές και γιατροί εξαντλημένοι, περιορισμένη διαθεσιμότητα κλινών, αποδυναμωμένες παροχές υπηρεσιών υγείας, προβλήματα προσωπικού στις ΜΕΘ. Με πάνω από 1.900 θανάτους ανά εκατομμύριο πληθυσμού έχουμε ξεπεράσει χώρες όπως οι: Πορτογαλία, Γαλλία, Ισπανία και δυστυχώς πλησιάζουμε την Αγγλία. Παρόλα αυτά, ζούμε σε μια κοινωνία που δυσκολεύεται να ξεπεράσει το 70% στους εμβολιασμούς ενώ είναι πλέον σαφές πως οι υπάρχουσες δημόσιες δομές υγείας δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν στις ανάγκες.
Είναι σχεδόν βέβαιο, πως εάν δεν εμβολιαστεί 80% του πληθυσμού άνω των 12 ετών θα ξεπεράσουμε του 25.000 θανάτους από Κόβιντ-19. Εξίσου βέβαιη είναι η άμεση ανάγκη σοβαρής συζήτησης για τις παθογένειες και την διαχρονική έλλειψη σχεδιασμού και επένδυσης στο δημόσιο σύστημα υγείας.
Τα κόμματα της Βουλής είτε ξιφουλκούν μεταξύ τους είτε σιωπούν μπροστά στην σκληρή πραγματικότητα. Καμία κυβέρνηση δεν έχει κάνει αρκετά για να θωρακίσει το δημόσιο σύστημα υγείας, την πρώτη γραμμή άμυνας της κοινωνίας στις υγειονομικές κρίσεις. Καμία κυβέρνηση δεν έχει προβεί σε ορθολογικό πρόγραμμα προσλήψεων νοσηλευτών και γιατρών με σωστή γεωγραφική διασπορά στην επικράτεια.
Όπως και σε άλλους τομείς του δημοσίου, ο υδροκεφαλισμός της Αθήνας και η αστυφιλία έχει επηρεάσει την ανάπτυξη των δομών υγείας και τις προσλήψεις προσωπικού.
Για δύο χρόνια δεν έχουμε δει την απαιτούμενη προσπάθεια για την αναβάθμιση της δυνατότητας του ΕΣΥ να αντιμετωπίζει υγειονομικές κρίσεις. Στην αρχή της πανδημίας είχαμε μια έκρηξη δωρεών που σίγουρα βοήθησαν την διαχείριση αλλά το μέγεθος του προβλήματος ενός υποστελεχωμένου ΕΣΥ με ελλείψεις σε βασικές υποδομές δεν λύνεται με μερικές δωρεές. Λύνεται με υπερκομματική συναίνεση για τις πραγματικές ανάγκες του δημόσιου συστήματος υγείας της χώρας και διάθεση για διαχρονικές και βιώσιμες λύσεις. Λύνεται όταν κοιτάμε το πρόβλημα αντικειμενικά χωρίς κομματικές παρωπίδες.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που αυξήθηκαν οι κλίνες σε μια περιοχή ανάλογα με την αύξηση του τοπικού πληθυσμού; Τί κενά υπάρχουν σε πολυδύναμα ιατρικά κέντρα ανά την επικράτεια; Πως έχει γίνει η επιλογή της ανάπτυξης των κλινών ΜΕΘ στην περιφέρεια; Έχουν οι Κυκλάδες, η Κρήτη, τα Ιόνια ή τα Δωδεκάνησα αρκετές κλίνες ΜΕΘ; Έχουν τα νοσοκομεία επαρκή αριθμό εξειδικευμένων νοσηλευτών και γιατρών που είναι απαραίτητοι για την λειτουργεία των ΜΕΘ;
Και για να φτάσω στην ουσία. Οι ΜΕΘ δεν είναι απλές κλίνες ενός νοσοκομείου με εξαιρετικό εξοπλισμό. Το κύριο στοιχείο για την καλή λειτουργεία των ΜΕΘ είναι οι άνθρωποι που εργάζονται εκεί. Οι άνθρωποι κάνουν την διαφορά. Ελάχιστοι γνωρίζουν πως χρειάζονται τέσσερις νοσηλευτές ανά κλίνη ΜΕΘ ή πως χρειάζεται ειδική ομάδα καθαρισμού ανά αριθμό κλινών ή πως σε κάποια νοσοκομεία δεν υπάρχουν αρκετοί γιατροί ειδικοτήτων για την ορθή λειτουργία των ΜΕΘ; Στην Γερμανία των 12.000 κλινών ΜΕΘ σήμερα υπάρχει έλλειψη κλινών διότι οι νοσηλευτές δεν αντέχουν άλλο μετά από 2 χρόνια σκληρής εργασίας και όχι διότι δεν υπάρχουν αρκετές κλίνες.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Οι αναλογίες νοσηλευτών προς ασθενείς είναι καθοριστικής σημασίας γενικότερα στα συστήματα υγείας. Χαμηλή αναλογία νοσηλευτών προς ασθενείς συσχετίζεται με αυξημένη θνησιμότητα, αυξημένο κίνδυνο λανθασμένης χορήγησης φαρμάκων και αύξηση πιθανότητας διασποράς κάποιων λοιμώξεων. Μελέτες έχουν δείξει διαφορές όταν η αναλογία μειώνεται από έναν νοσηλευτή ανά τέσσερις ασθενείς σε έναν ανά οκτώ. Στην Ελλάδα ενώ ευτυχώς έχουμε επάρκεια γιατρών, έχουμε μεγάλη έλλειψη νοσηλευτών. Στη μελέτη Health at a Glance του 2019, η Ελλάδα κατέγραψε μόλις 3,3 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, ενώ μόλις έναν νοσηλευτή ανά γιατρό καταλαμβάνοντας έτσι την 42η θέση ανάμεσα σε 44 χώρες. Ο μέσος όρος του ΟΟΣΑ ήταν τρεις νοσηλευτές ανά γιατρό και 9 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους.
Αρά εάν θέλουμε να θωρακίσουμε το δημόσιο σύστημα υγείας, χρειάζεται να επενδύσουμε άμεσα στους νοσηλευτές και γιατρούς μας. Χρειάζεται ένα γενναίο πρόγραμμα προσλήψεων βάσει των πραγματικών αναγκών για να εξαλειφθεί η χρόνια υποστελέχωση του ΕΣΥ ιδιαίτερα σε νοσηλευτές. Χρειάζεται ένα μεγάλο πρόγραμμα εκπαίδευσης των νοσηλευτών. Χρειάζεται αναβάθμιση των δομών και της στελέχωσης εκτός των μεγάλων πόλεων μας. Χρειάζεται υπερκομματική συμφωνία για να φτάσει το ΕΣΥ στο επίπεδο που θα θέλαμε όλοι μας για όλους μας.
*το νούμερο αφορά την περίοδο που είχε γίνει η συγγραφή του άρθρου.