Μίλα…
Του Μιχάλη Μπάκα, επικεφαλής της Καμπάνιας των Ευρωεκλογών για τους Οικολόγους Πράσινους και υποψήφιος ευρωβουλευτής
Έχουν περάσει αρκετά χρόνια, οπότε αξίζει νομίζω πλέον να σας διηγηθώ μια ιστορία…
Είναι, Σάββατο, παραμονή εκλογών, και η προεκλογική περίοδος έχει επιτέλους τελειώσει. Το Σάββατο για όσους συμμετέχουν στις εκλογές είναι ημέρα χαλάρωσης έτσι και εγώ και βρήκα την ευκαιρία να πάμε με έναν φίλο στα Θέρμα στη Γέρα για να χαρούμε ένα ζεστό λουτρό. Στα λουτρά δεν είχε και πολύ κόσμο, μόνο ένας τύπος είναι μέσα, ο οποίος μου πιάνει κουβέντα και διαλέγει κιόλας να με ρωτήσει τι θα ψηφίσω στις εκλογές. Όταν του απαντώ ότι θα ψηφίσω τους οικολόγους εξεγείρεται.
«Τσ’ οικολόγ’;» μου αποκρίνεται με τη χαρακτηριστική ντοπιολαλιά, που δεν θα ακολουθήσω στη συνέχεια του διαλόγου.
«Είσαι καλά; Γιατί να ψηφίσεις τους οικολόγους; Τι θα σου κάνουν οι οικολόγοι; Θα σου δώσουν δουλειά; Έλα σ’ εμάς, στον Στρατή (το όνομα προφανώς αλλαγμένο), τον δικό μας άνθρωπο να σε βολέψουμε. Εγώ είμαι πολύ φίλος μαζί του και του ζητάω ότι θέλω. Προχθές μάλιστα βρεθήκαμε και με τον βουλευτή και τον ξέρω και αυτόν καλά. Βγάλαμε μαζί και φωτογραφία, θα σ’τη δείξω μετά. Όλο και κάτι θα χρειαστείς, έλα σε εμάς να σε βοηθήσουμε..
Ακ’ τσ’ οικολόγ’… Πας καλά μουρόμ’;»
Προφανώς ο τύπος δεν με ήξερε, και η πρώτη μου αντίδραση ήταν να τσεκάρω εάν υπάρχουν κάμερες τριγύρω. Ίσως κάποιος ήθελε να κάνει πλάκα και να με τρολάρει. Περίμενα από στιγμή σε στιγμή να εμφανιστεί ο Φερεντίνος, αλλά δεν εμφανίστηκε, ήταν πραγματικό το περιστατικό. Δεν έδωσα συνέχεια και ο τύπος μας άφησε χωρίς περισσότερες κουβέντες.
Ίσως αργότερα να συζήταγε με φίλους τους ότι πέτυχε κάποιον τρελό στα Θέρμα που θέλει να ψηφίσει τους οικολόγους, αλλά η παράξενη γνωριμία μας είχε συνέχεια το βράδυ, όταν χαζεύοντας τις ειδήσεις στο τοπικό κανάλι, βλέπω και πάλι τον «φίλο» μου. Συμμετείχε σε εκδήλωση ενός τοπικού συλλόγου, τιμώντας έναν ήρωα του παρελθόντος. Μετά την κατάθεση των στεφάνων, ο επικεφαλής με στεντόρεια φωνή έβγαλε έναν σύντομο λόγο για τα ελληνοχριστιανικά ιδεώδη της πατρίδας, και η εκδήλωση έκλεισε με τους συμμετέχοντες να ψάλλουν τον εθνικό ύμνο και την κάμερα να κάνει ζουμ στο «φίλο» μου. Για δεύτερη φορά όπως φαντάζεστε τσέκαρα εάν υπάρχουν κρυμμένες κάμερες τριγύρω μου αλλά και πάλι δεν υπήρχαν. Το περιστατικό ήταν πραγματικό στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’10, της δεκαετίας της οικονομικής κρίσης, και των μνημονίων.
Η ιστορία αυτή μου ήρθε στο μυαλό αυτές τις μέρες μετά από παρεκκλίσεις φίλων για τις δημόσιες τοποθετήσεις μου, αλλά και το ποίημα του Αζίζ Νεσίν «Σώπα» που είχαμε την τύχη να ακούσουμε στη σχολική γιορτή του Δημοτικού μας σχολείου για το Πολυτεχνείο. Εξαιρετική η επιλογή της εκπαιδευτικού, για ένα κείμενο που θα έπρεπε όλοι μας να το διαβάζουμε κάθε τόσο ξανά και ξανά.
«Μα είσαι καλά;» μου είπαν φίλοι «Τι κάθεσαι και λες; Πού πας και μπλέκεις; Πας να κάνεις τον ηρώα τρομάρας; Και νομίζεις ότι θα βγάλεις άκρη; Την οικογένεια σου, το παιδί σου δεν τα σκέφτεσαι; Δεν αλλάζει ο κόσμος φιλαράκο, θα το φας το κεφάλι σου. Κι΄αν αύριο τους έχεις ανάγκη τι θα γίνει; Όλο και κάτι θα χρειαστείς, μια δουλειά, έστω να σου σβήσουν μια κλήση στην τροχαία. Κάτσε στα αυγά σου. Στο λέω, αυτοί δεν έχουν το θεό τους.»
«Και τι α κανς; Α κατσ’ α μαλώσ’;» όπως λένε στο νησί. Ναι φίλε μου, να κάτσεις να μαλώσεις εάν χρειαστεί. Και πρώτα απ’ όλα να μιλάς.
Μίλα λοιπόν, μίλα, με όποιον τρόπο μπορείς. Με τα λόγια και τις πράξεις σου. Στο σπίτι, στη δουλειά, στη γειτονιά, την κοινωνία. Με την ελπίδα να αλλάξει κάποια στιγμή αυτός ο κόσμος. Κι αν δεν αλλάξει, θα ξέρεις τουλάχιστον ότι εσύ το πάλεψες.
«Σώπα, μη μιλάς».
του Αζιζ Νεσίν
Σώπα, μη μιλάς, είναι ντροπή
κοψ’ τη φωνή σου, σώπασε
κι επιτέλους
αν ο λόγος είναι άργυρος
η σιωπή είναι χρυσός.
Τα πρώτα λόγια, οι πρώτες λέξεις
που άκουσα από παιδί
έκλαιγα, γέλαγα, έπαιζα
μου έλεγαν: «Σώπα».
Στο σχολείο μου έκρυψαν την αλήθεια τη μισή
και μου έλεγαν: «Εσένα τι σε νοιάζει; Σώπα!»
Με φιλούσε το πρώτο αγόρι
που ερωτεύτηκα και μου έλεγε:
«Κοίτα, μην πεις τίποτα, και σώπα!».
Κοψ’ τη φωνή σου, μη μιλάς, σώπαινε.
Κι αυτό βάστηξε μέχρι τα είκοσί μου χρόνια.
Ο λόγος του μεγάλου, η σιωπή του μικρού.
Έβλεπα αίματα στα πεζοδρόμια
«Τι σε νοιάζει, μου έλεγαν,
θα βρεις το μπελά σου, τσιμουδιά, σώπα».
Αργότερα φώναζαν οι προϊστάμενοι:
«Μη χώνεις τη μύτη σου παντού,
κάνε πως δεν καταλαβαίνεις και σώπα».
Παντρεύτηκα κι έκανα παιδιά και τα έμαθα να σωπαίνουν.
Ο άντρας μου ήταν τίμιος κι εργατικός
κι ήξερε να σωπαίνει.
Είχε μάνα συνετή που του έλεγε «σώπα».
Στα χρόνια τα δίσεχτα οι γείτονες με συμβούλευαν:
«Μην ανακατεύεσαι, πες πως δεν είδες τίποτα και σώπα».
Μπορεί να μην είχαμε με δαύτους γνωριμία ζηλευτή
μας ένωνε όμως το «σώπα».
Σώπα ο ένας, σώπα ο άλλος, σώπα οι επάνω, σώπα οι κάτω,
σώπα όλη η πολυκατοικία και όλο το τετράγωνο.
Σώπα οι δρόμοι οι κάθετοι κι οι δρόμοι οι παράλληλοι.
Κατάπιαμε τη γλώσσα μας.
Στόμα έχουμε και μιλιά δεν έχουμε.
Φτιάξαμε το σύλλογο του «σώπα»,
και μαζευτήκαμε πολλοί,
μια πολιτεία ολόκληρη, μια δύναμη μεγάλη
αλλά μουγκή!
Πετύχαμε πολλά και φτάσαμε ψηλά, μας δώσανε και παράσημα
κι όλα πολύ εύκολα, μόνο με το «σώπα».
Μεγάλη τέχνη αυτό το «σώπα».
Μάθε το στα παιδιά σου, στη γυναίκα σου και στην πεθερά σου
κι αν νιώθεις την ανάγκη να μιλήσεις, ξερίζωσε τη γλώσσα σου
και καν’ την να σωπάσει.
Κοψ’ τη σύρριζα.
Πέταξε την στα σκυλιά.
Το μόνο άχρηστο όργανο απ’ τη στιγμή
που δεν το μεταχειρίζεσαι σωστά.
Δεν θα έχεις έτσι εφιάλτες, τύψεις κι αμφιβολίες.
Δεν θα ντρέπεσαι τα παιδιά σου
και θα γλιτώσεις απ’ το βραχνά
να μιλάς χωρίς να μιλάς
να λες «έχετε δίκιο, είμαι με σας».
Αχ, πόσο θα ήθελα να μιλήσω ο κερατάς
και δεν θα μιλάς,
θα γίνεις φαφλατάς,
θα σαλιαρίζεις αντί να μιλάς.
Κόψε τη γλώσσα σου, κοψ’ την αμέσως.
Δεν έχεις περιθώρια. Γίνε μουγκός.
Αφού δε θα μιλήσεις, καλύτερα να το τολμήσεις
κόψε τη γλώσσα σου.
Για να είσαι τουλάχιστον σωστός
στα σχέδια και τα όνειρά μου
ανάμεσα σε λυγμούς και παροξυσμούς
κρατώ τη γλώσσα μου
γιατί νομίζω πως θα έρθει η στιγμή
που δε θ’ αντέξω
και θα ξεσπάσω
και δε θα φοβηθώ
και θα ελπίζω
και κάθε στιγμή το λαρύγγι μου θα γεμίζω
μ’ έναν φθόγγο
μ’ ένα τραύλισμα
με μια κραυγή
που θα μου λέει:
ΜΙΛΑ !