Φρένο στην υπεραλίευση των ελληνικών θαλασσών λόγω κορονοϊού
Άρθρο του Αβραάμ Ιωαννίδη, Ιχθυολόγο, Μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ, που δημοσιεύθηκε στο GREEN AGENDA/strong>
Η μείωση της αλιευτικής δραστηριότητας λόγω της κρίσης του κορονοϊού ανανέωσε σε μεγάλο βαθμό τα ιχθυοαποθέματα στις ελληνικές θάλασσες. Πέραν της παύσης της αλιείας, η περίοδος της καραντίνας συνέπεσε με την περίοδο αναπαραγωγής των ψαριών, και σε συνδυασμό με την μείωση του τουρισμού και της ζήτησης (κλειστά εστιατόρια, ξενοδοχεία κ.λπ.) υπήρξε άνοδος στα αποθέματα των ιχθυοπληθυσμών, που θα καταγραφεί πρακτικά στις ψαριές των 2021-22-23.
Οι καθολικές απαγορεύσεις στην αλιεία, μπορούν να έχουν θετικό αντίκτυπο στο εισόδημα των ψαράδων, καταρρίπτοντας την αντίληψη ότι όσο περισσότερο ψαρεύεις τόσο περισσότερα θα βγάλεις.
Υπό αυτή τη πραγματικότητα πρέπει να υπάρξει οικονομική ενίσχυση των αλιέων με σειρά μέτρων για το σήμερα, αλλά με κυρίως στόχο το αύριο.
Πρέπει και με τη συνδρομή των αντίστοιχων ερευνητικών κέντρων να εξετασθεί σοβαρά η δημιουργία θαλάσσιων πάρκων και τεχνητών υφάλων, ώστε να δημιουργηθούν βιότοποι και μελλοντικά αλιευτικά πεδία, σε συνδυασμό με την καθολική απαγόρευση σε αυτά, και βεβαίως παρακολούθηση για τυχόν παραβάσεις. Αυτό μπορεί να γίνει με ηλεκτρονικά μέσα που ήδη υπάρχουν και χρησιμοποιούνται.
Μπορούν να εξετασθούν φορολογικές ελαφρύνσεις για τους επαγγελματίες αλιείς, όπως εκπτώσεις σε καύσιμα και λιπαντικά, καθώς επίσης και στα αλιευτικά εργαλεία, που σαν μέσα είναι αναλώσιμα.
Ένα πρόσθετο εισόδημα μπορεί να προέλθει από το λεγόμενο ψάρι της διατίμησης. Το 80% της ψαριάς μιας μηχανότρατας πετιέται στη θάλασσα, λόγω μικρότερων μεγεθών ή λόγω αλίευσης ειδών που δεν έχουν καθιερωθεί στην αγορά. Οι αλιείς θα μπορούσαν να εμπορευθούν ένα μέρος από αυτά, με μια εγγυημένη τιμή από το κράτος, προς διάθεση σε οικονομικά ευπαθείς ομάδες, σε ιδρύματα της χώρας, στις ένοπλες δυνάμεις, ακόμα και για ιχθυάλευρα.
Όμως εκτός από την αλιεία υπάρχουν και οι υδατοκαλλιέργειες.
Η πανδημία βρήκε τον κλάδο στους κύριους εξαγωγικούς μήνες, όπου το 80% των εξαγωγών πηγαίνουν σε Ιταλία, Ισπανία, Γαλλία και Ηνωμένο Βασίλειο. Το πάγωμα της αγοράς είχε σαν αποτέλεσμα τα ψάρια να έχουν φτάσει στο εμπορικό μέγεθος των 400-600 γραμμαρίων, να παραμένουν στους κλωβούς, και να μην μπορούν να διατεθούν στην αγορά. Οι παραγωγοί έχουν μπει σε ένα φαύλο κύκλο, γιατί συνεχίζουν να ταΐζουν τα ψάρια για να μην τα χάσουν, με αποτέλεσμα να επιβαρύνονται όλο και περισσότερο οικονομικά, με την ντόπια αγορά να μην λειτουργεί ακόμη, και μόνη διέξοδο τα σουπερμάρκετ και τις λαϊκές αγορές.
Όμως παρόλο που έχουμε πληθώρα ψαριών οι τιμές δεν κατεβαίνουν. Παράδειγμα: η ενδεικτική τιμή λιανικής πώλησης της τσιπούρας στα σουπερμάρκετ είναι από 6.45 μέχρι το ανώτερο 7.45 ευρώ, ακριβώς ίδιες τιμές όπως και πριν την πανδημία. Έτσι λοιπόν οι μεσάζοντες έμποροι και τα σουπερμάρκετ θησαυρίζουν εκμεταλλευόμενοι την ανάγκη των παραγωγών για μετρητά, εξαναγκάζοντας τους να πωλούν σε τιμές που δεν ξεπερνούν τα 3 ευρώ, «σκοτώνοντας» παράλληλα την αγορά.
Εάν υπήρχαν διεπαγγελματικές ενώσεις όπου όλοι οι εμπλεκόμενοι θα διαχειρίζονταν οι ίδιοι την αλυσίδα από τον παραγωγό μέχρι τον καταναλωτή, η κατάσταση θα ήταν σαφώς διαφορετική για όλο τον κλάδο, ο οποίος αυτή τη στιγμή παραμένει στην τύχη του παρότι είναι ένας από τους πιο δυναμικούς του πρωτογενούς τομέα της χώρας μας.