Για το εισιτήριο στον Όλυμπο
Η ΚΥΑ του υπουργού Οικονομικών και υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας με την οποία προβλέπεται η θέσπιση εισιτηρίου στην προστατευόμενη περιοχή του Ολύμπου, που οριοθετείται εντός της περιοχής Natura με κωδικό GR1250001 μας προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία και μας βρίσκει κάθετα αντίθετους αναφορικά με το πλαίσιο στο οποίο σχεδιάζεται να εφαρμοστεί.
Ο ανορθόδοξος σχεδιασμός, η προχειρότητά του και η έλλειψη οράματος και στόχων μας βάζει σε σκέψεις ότι το “εισιτήριο” είναι ένα ακόμα μέσο για περαιτέρω υποβάθμιση του περιβαλλοντικού μας πλούτου και απαξίωσης των πολιτικών περιβάλλοντος. Μας προκαλεί δε ερωτηματικά κατά πόσο το μέτρο είναι εφαρμόσιμο ως προς τον έλεγχο και την είσπραξη από τις υπάρχουσες δομές του φορέα. Ο φορέας είναι υποστελεχωμένος και η ΚΥΑ αναφέρει ρητά ότι δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού, πράγμα που σημαίνει ότι δεν θα προκηρυχτούν νέες θέσεις εργασίας για τις απαιτήσεις του ελεγκτικού μηχανισμού.
Ήδη με τον νόμο 4685/2020 “Εκσυγχρονισμός Περιβαλλοντικής Νομοθεσίας…” υποβαθμίστηκε ο ρόλος των Φορέων Διαχείρισης, συγκεντρώνοντας όλες τις αρμοδιότητες στο Υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.
Το σχέδιο της ΚΥΑ δεν είναι πρόταση του φορέα, όπως ορίζει ο νόμος 4519/2018- αρθο 8-(2α), ούτε προϊόν διαβούλευσης με την τοπική κοινωνία, άρθρο 4-(ια), αλλά επιβάλλεται από το Υπουργείο στο Δ.Σ. του φορέα για ψήφιση.
Το “εισιτήριο” δεν πρέπει, σε καμία περίπτωση, να έχει εισπρακτικό χαρακτήρα.
Θα μπορούσε, ενδεχομένως και υπό προϋποθέσεις να είναι ένα μέσο ελέγχου και φύλαξης, καθώς και μέτρησης της επισκεψιμότητας της προστατευόμενης περιοχής, καθώς και μηχανισμός σχεδιασμού αειφορικών παρεμβάσεων. Θα έπρεπε να λειτουργεί ως εργαλείο σεβασμού στην Φύση στην Ιστορία και στην Πολιτισμική μας Κληρονομιά.
Το “εισιτήριο” δεν πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά στην προσέλευση των νέων και των φυσιολατρών, των μαθητών, των σπουδαστών, αλλά και της επιστημονικής και ερευνητικής κοινότητας, των ανέργων και ατόμων με χαμηλά εισοδήματα. Όπως επίσης και της τοπικής κοινωνίας που καθημερινά παλεύει για την διάσωση και την προβολή του τόπου της.
Η πρόσβαση στη Φύση, στην Εκπαίδευση και στην Έρευνα πρέπει να είναι ελεύθερη.
Το “εισιτήριο” πρέπει να λειτουργεί αποτρεπτικά μόνο για τη χρήση τροχοφόρων μέσων, για τις μαζικές δραστηριότητες, για τις ομάδες όχλησης και για τις πολυήμερες διανυκτερεύσεις.
Η επίσκεψη στον Όλυμπο είναι προσκύνημα. Δεν είναι απλά τουριστικός προορισμός και χώρος αναψυχής. Δεν πρέπει να αποτελεί πεδίον “ελιτίστικου” αθλητισμού και “ατραξιόν”.
Το αντίτιμο του εισιτηρίου δεν μπορεί να είναι οριζόντιο. Πρέπει να είναι διαβαθμισμένο σε ελεύθερο (δωρεάν), συμβολικό και υψηλό έως αποτρεπτικό, συνοδευόμενο με συγκεκριμένες παροχές, όπως ασφάλιση (ατυχημάτων κ.ά.) και προσφορά αναγκαίων υποδομών.
Μας προκαλεί ιδιαίτερη ανησυχία το γεγονός ότι η επιβολή του εισιτηρίου συμβαδίζει με τις είδη ειλημμένες αποφάσεις της κυβέρνησης Μητσοτάκη για παραχώρηση των δημόσιων χώρων της Αθήνας, όπως λόφος Στρέφη – Φιλοπάππου – Εθνικός Κήπος κ.λπ., για εκμετάλλευση σε ιδιώτες. Εξίσου ανησυχητική είναι και η πρόσφατη εξαγγελία του Πρωθυπουργού, εν μέσω πυρκαγιών, ότι θα αναθέσει τις αναδασώσεις των καμένων περιοχών σε ιδιώτες και μάλιστα με εισαγόμενα “πιστοποιημένα” δενδρύλλια.
Η συγκυρία της σχεδιαζόμενης από την κυβέρνηση Μητσοτάκη ΚΥΑ φαίνεται πως δεν έχει μόνον εισπρακτικό χαρακτήρα, αλλά αποσκοπεί σε κάτι βαθύτερο. Σίγουρα στην περαιτέρω απαξίωση των Φορέων Διαχείρισης και στην κατάργησή τους.
Είμαστε πλέον πεπεισμένοι ότι το επόμενο βήμα θα είναι το χάρισμα του βουνού των Θεών και όλου του φυσικού μας περιβαλλοντικού πλούτου σε ιδιώτες εισπράκτορες και επενδυτές.
Ας αποδείξει λοιπόν πρώτα το Κράτος, έμπρακτα και καθημερινά, ότι σέβεται τον Δημόσιο χώρο και το περιβάλλον αλλά και νοιάζεται για τον πολίτη, ώστε να παραδειγματιστεί και ο πολίτης, που σε κάθε περίπτωση οφείλει, να σέβεται και να προστατεύει το Περιβάλλον.