Υποκλοπές: Η «Νέα Δημοκρατία» ή η «Δημοκρατία» σε κίνδυνο;
Από την Κατερίνα Ανδρικοπούλου-Σακοράφα, Συμπρόεδρο των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ. Ευχαριστούμε θερμά την εφημερίδα Η ΑΥΓΗ για τη φιλοξενία.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ένα σκάνδαλο υποκλοπών έρχεται στην επικαιρότητα. Θυμίζουμε το 1984 την περίπτωση του Θεοφάνη Τόμπρα, υποδιοικητή του ΟΤΕ, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι είχε στήσει ένα δίκτυο παρακολουθήσεων για πολιτικά πρόσωπα, αντιπάλους και μέλη του ΠΑΣΟΚ, καθώς και τον τότε πρόεδρο της ΝΔ Κωνσταντίνο Μητσοτάκη. Το 1989, η τότε κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ χάνει την εξουσία, ενώ ο Τόμπρας αντιμετώπισε και κατηγορίες για το σκάνδαλο Κοσκωτά (καταθέσεις του ΟΤΕ στην Τράπεζα Κρήτης) όπου και τελικά αθωώθηκε. Η υπόθεση όμως των υποκλοπών δεν έφτασε ποτέ στην δικαιοσύνη επειδή η Βουλή ανέστειλε τη δίωξη μετά την αθώωση του Ανδρέα Παπανδρέου για την υπόθεση Κοσκωτά με 117 ψήφους υπέρ.
Το 1993 ο Χρήστος Μαυρίκης υπάλληλος του ΟΤΕ, κατήγγειλε στα ΜΜΕ ότι κατ’ εντολή του συνεργάτη του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, υπέκλεπτε συνομιλίες πολιτικών προσώπων, μεταξύ αυτών και του Ανδρέα Παπανδρέου. Για την υπόθεση αυτή συστήνεται προανακριτική επιτροπή από το ΠΑΣΟΚ με παραπομπή του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και της Ντόρας Μπακογιάννη. Τελικά η υπόθεση δεν φθάνει στο ειδικό δικαστήριο εξαιτίας της απόφασης του Ανδρέα Παπανδρέου τον Ιανουάριο του 1995,ο οποίος ζήτησε να υπάρξει για λόγους πολιτικής ομαλότητας αναστολή των ποινικών διώξεων και η πρότασή του υπερψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο με ονομαστική ψηφοφορία.
Το 2006 μετά από έλεγχο ρουτίνας στην τηλεφωνική εταιρεία Vodafone, ήρθε στο φως σκάνδαλο υποκλοπών που αφορούσε παρακολουθήσεις πλήθους πολιτικών προσώπων και μη, καθώς και του τότε πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή. Για την υπόθεση συστάθηκε εξεταστική επιτροπή της Βουλής και μετά από λίγο διάστημα χωρίς σαφές πόρισμα μπαίνει στο αρχείο το 2008, ενώ αν και άνοιξε για άλλη μία φορά μετά από δύο χρόνια πάλι δεν κατέληξε σε πόρισμα. Με αυτή την υπόθεση κάποιοι συσχέτισαν και τον θάνατο του υπαλλήλου της Vodafone Κώστα Τσαλικίδη, υπευθύνου για την ανάπτυξη του δικτύου της εταιρείας Vodafone, όπου στις 9 Μαρτίου 2005 βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, μία μέρα πριν γνωστοποιηθεί στις αρχές η ύπαρξη του ύποπτου λογισμικού με την επίσημη αιτία θανάτου να αποδίδεται σε αυτοκτονία.
Το καλοκαίρι του 2022 μετά από έλεγχο του κινητού του προέδρου του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ κ. Νίκου Ανδρουλάκη από την Ειδική Υπηρεσία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διαπιστώνεται απόπειρα υποκλοπής μέσω παράνομου λογισμικού και καταθέτει μήνυση στον Άρειο Πάγο. Ακολούθησαν οι παραιτήσεις του πρώην γενικού γραμματέα του πρωθυπουργού, Γρηγόρη Δημητριάδη, και του πρώην διοικητή της ΕΥΠ Παναγιώτη Κοντολέοντα, ανιψιού και υπεύθυνου του πολιτικού γραφείου του Πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Σημειωτέον ότι ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Μητσοτάκης είχε θέσει την ΕΥΠ υπό την άμεση του εποπτεία, μεταξύ κι άλλων ενεργειών εν ονόματι του νομοσχεδίου για το «επιτελικό κράτος», ενώ μετά τις αποκαλύψεις δήλωσε πως δεν είχε λάβει γνώση για την παρακολούθηση του Ανδρουλάκη και πως εάν είχε λάβει δεν θα επέτρεπε να συμβεί. Οι σχέσεις Νέας Δημοκρατίας και ΚΙΝΑΛ φυσικά πιάνουν πάτο. Ακολουθεί πλήθος δημοσιεύσεων για τη διακίνηση και χρήση του παράνομου λογισμικού predator.
Εν μέσω πλήθους δημοσιευμάτων στον εθνικό, αλλά και στον διεθνή τύπο, ακολουθεί ένας διασυρμός της χώρας με την κυβέρνηση να προσπαθεί να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, δεχόμενη πιέσεις τόσο από τα δημοσιεύματα, αλλά και από την κριτική της αντιπολίτευσης, καθώς και από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Περαιτέρω έρχεται και η 108η θέση της Ελλάδας στην ετήσια παγκόσμια κατάταξη του Δείκτη Ελευθερίας του Τύπου με τον Εconomist να γράφει για τη χώρα μας ότι «υπάρχουν στοιχεία που υποδηλώνουν ότι οι δημοσιογράφοι δεν είναι ελεύθεροι να ερευνούν δυσάρεστες αλήθειες».
Η επιτροπή PEGA του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου διερεύνησε την υπόθεση και στην έκθεσή της ζήτησε την πλήρη διαλεύκανση προ των εθνικών εκλογών, ενώ συνέστησε μεταξύ άλλων να αποσυρθεί επειγόντως η τροπολογία που κατήργησε τη δυνατότητα της ΑΔΑΕ να ειδοποιεί τους πολίτες για την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών, να ανατρέψει τη νομοθετική αλλαγή του 2019 που έθεσε την ΕΥΠ υπό τον άμεσο έλεγχο του Πρωθυπουργού, να διασφαλίσει την ανεξαρτησία της ηγεσίας της ΑΔΑΕ, ενώ κάλεσε την Europol να συμμετάσχει αμέσως στις έρευνες και να ξεκινήσει επειγόντως αστυνομική έρευνα μετά την φερόμενη κατάχρηση του κακόβουλου κατασκοπευτικού λογισμικού και να κατασχέσει τα φυσικά στοιχεία πληρεξούσιων, εταιριών μεσαζόντων και όσων εμπορεύονται λογισμικά που συνδέονται με μολύνσεις από λογισμικό υποκλοπής spyware.
Στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε , η εισηγήτρια η εισηγήτρια της PEGA, Σόφι ιν’τ Βελντ μίλησε με ακόμα πιο σκληρά λόγια αφήνοντας σαφείς υπόνοιες για συγκάλυψη του σκανδάλου, δηλώνοντας ότι «… οι κυβερνήσεις αρνούνται να μοιραστούν πληροφορίες μαζί μας. Το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε πηγές από το κοινό δεν σημαίνει ότι τα συμπεράσματά μας είναι ψευδή. Σημαίνει μόνο ότι ίσως δεν μπορούμε να τα αποδείξουμε σε δικαστήριο. Δεν σημαίνει ότι δεν είναι αλήθεια. Θεωρώ ότι έχουμε ήδη αρκετά κομμάτια του παζλ για να δείξουμε ότι υπάρχει πρόβλημα».
Για το κακόβουλο λογισμικό ανέφερε: «Ξέρουμε ότι το spyware πωλείται κυρίως σε κυβερνήσεις. Σε κάποιες περιπτώσεις σε ιδιώτες, αλλά πρέπει να είναι πολύ-πολύ πλούσιοι, γιατί είναι εξαιρετικά ακριβό. … δεν μιλάμε για απλό εκατομμυριούχο, πρέπει να είναι σχεδόν δισεκατομμυριούχος για να πληρώσει κάτι τέτοιο από την τσέπη του. Θα έπρεπε να έχει λόγο και κίνητρο για να παρακολουθήσει αυτούς που είναι στη λίστα… Κοιτάξτε τα ονόματα στη λίστα. Είναι ξεκάθαρα πολιτική λίστα. Ποιος θα είχε συμφέρον, τα χρήματα και το ενδιαφέρον να παρακολουθήσει αυτά τα συγκεκριμένα άτομα; Άλλο στοιχείο είναι ότι κάποια από αυτά τα άτομα παρακολουθούνται και επισήμως, το έχει παραδεχθεί η κυβέρνηση. Είναι απλώς σύμπτωση; Διά της επαγωγής εις άτοπο, η υπόθεση για “ιδιώτη” ή “εξωτερικό δράστη” δεν μου φαίνεται να στέκει, για να είμαι ειλικρινής. Και πάλι, όσο δεν έχουμε πρόσβαση στις απόρρητες πληροφορίες, δεν θα βρούμε το όπλο του εγκλήματος». Ερωτήματα έχουν εκφραστεί και για τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε η εταιρεία που πουλούσε αυτό το λογισμικό, όπου μετά τις αποκαλύψεις δεν αναζητήθηκε καν το πελατολόγιο των εταιρειών που το πωλούσαν, ενώ οι υπεύθυνοι αυτών των εταιρειών δεν κατέθεσαν καν στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Και πάλι η κυβέρνηση μέσω στελεχών της προσπάθησε να διασκεδάσει τις εντυπώσεις, ενώ έφερε σχετικό νομοσχέδιο στη Βουλή με το οποίο επικαλείται ότι αντιμετωπίζει τα «κενά» που κατ’ αυτήν προκάλεσαν το σκάνδαλο των υποκλοπών, κατόπιν εορτής φυσικά. Ανεξαρτήτως που θα καταλήξει η όποια έρευνα του σκανδάλου και αν και ποιες ευθύνες θα αποδοθούν το σίγουρο είναι ότι μετά από όλα αυτά η δημοκρατία στη χώρα έχει πληγεί. Χαρακτηριστικό είναι ότι οι νόμιμες επισυνδέσεις από 4.871 το 2015, έφθασαν σε 15.475 το 2021, ο δε αριθμός των επισυνδέσεων μέσω παράνομου λογισμικού απόκειται στην φαντασία του καθενός, ελλείψει διαθέσιμων στη δημόσια σφαίρα στοιχείων.
Παρότι αυτή τη φορά τα εμφανή νούμερα είναι εξαιρετικά μεγάλα, παρά το γεγονός ότι αυτή τη φορά ο διασυρμός της χώρας έφθασε σε διεθνές επίπεδο, κοιτώντας πίσω στην ιστορία, βλέπουμε λίγο ή πολύ ότι σε σκάνδαλα τέτοιου τύπου ποτέ δε φθάνουμε να δούμε την άκρη του νήματος και μένουν στην επικαιρότητα τόσο όσο εξυπηρετούν τις επικοινωνιακές ανάγκες για εφαρμογή προεκλογικής ή μη πολιτικής. Με βάση και πρότερα ιστορικά παραδείγματα δεν είναι λίγοι αυτοί που θεωρούν ότι υποκλοπών λίγο πολύ μετέρχονταν όλα τα κόμματα που ήρθαν στην εξουσία και γι’ αυτό αυτά τα σκάνδαλα δεν φθάνουν πότε στην πλήρη εξιχνίασή τους.
Τι διαφέρει τώρα; Καταρχάς μπροστά σε ένα τέτοιο σκάνδαλο δεν υπήρξε καμία αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό. Αν μια αντίστοιχη υπόθεση συνέβαινε σε μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα η κυβέρνηση θα είχε πέσει εν μία νυκτί. Μήπως όμως αυτή η φορά είναι ευκαιρία για να σπάσει μια και καλή αυτό το απόστημα;
Από όλα όσα έχουν δει το φως της δημοσιότητας σκιαγραφείται μια εικόνα που περιγράφει ένα κράτος όπου η ΕΥΠ φαίνεται να λειτουργεί ως μέρος ενός κατ’ ευφημισμού επιτελικού και κατ’ ουσία συγκεντρωτικού «κράτους», όπου για την διακυβέρνηση, τη συσπείρωση και την προεκλογική εκστρατεία μιας κυβέρνησης χρησιμοποιούνται οι «επισυνδέσεις» ως άλλο ένα διαθέσιμο εργαλείο όπως τα exit polls, χωρίς κανένα ενδοιασμό για τον βιασμό της δημοκρατίας. Αλήθεια, αν η ΕΥΠ απασχολείται τόσο πολύ από «επισυνδέσεις» που ουσιαστικά εξυπηρετούν πολιτικές σκοπιμότητες, τελικά πόσος χώρος και χρόνος μένει για να επιτελέσει το πραγματικό της έργο, αυτό της εθνικής ασφάλειας;
Στον αντίποδα όλων αυτών, δικαιοσύνη και οι ανεξάρτητες αρχές μπροστά σε ένα κουβάρι τόσο μπλεγμένο φέρονται να καθίσταται αναποτελεσματικές ή να δέχονται πιέσεις, ενώ ο κοινοβουλευτικός έλεγχος να στέκεται πλήρως αναποτελεσματικός στο ύψος των περιστάσεων. Η δημοκρατία νοσεί χρόνια από το απόστημα των υποκλοπών, που αυτή τη φορά φαίνεται να ξεπερνάει κάθε προηγούμενο, τόσο λόγω του μεγέθους και τρόπου με τον οποίο έγιναν όσο και με τις προσπάθειες που έχει κάνει η κυβέρνηση για να υπονομεύσει τις διαστάσεις του, αλλά και με κάθε τρόπο να αποτρέψει να λάβει στη δημοσιότητα τον χώρο και το μέγεθος που θα ήταν αναμενόμενο για ένα τέτοιο σκάνδαλο σε μια δημοκρατική χώρα.
Ένα σκάνδαλο είναι οι υποκλοπές, δεύτερο σκάνδαλό είναι η προσπάθεια συγκάλυψής τους και το τρίτο και μεγαλύτερο είναι η απαθής στάση όλων όσοι βλέπουμε να καταργούνται το κράτος δικαίου, η δημοκρατία και η ελευθερία του λόγου και να τα αντιμετωπίζουμε άλλοι ακούσια και ως φαίνεται κάποιοι εκούσια ως μια νέα πραγματικότητα. Το «Μee Too» ήταν τρανό παράδειγμα ότι για να ανοίξουν περισσότερα στόματα και να σπάσει μια και καλή το απόστημα, κάποιος πρέπει να κάνει την αρχή, αλλά χωρίς τουλάχιστον ένα τετελεσμένο απόδοσης δικαιοσύνης και αντίστοιχης ποινής, ο κάθε βιαστής όχι μόνο θα εξακολουθεί να συνεχίζει τις αποτρόπαιες πράξεις του, αλλά θα κατηγορεί και τα θύματα του ότι αυτά τον προκάλεσαν. Μέχρι στιγμής σε όλα τα σκάνδαλα των υποκλοπών που πέρασε η χώρα δεν υπάρχει τέτοιο τετελεσμένο και αν συνεχιστεί ο βιασμός της δημοκρατίας είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι οδηγούμαστε σε πολύ σκοτεινές εποχές που μας γυρνούν πολλά χρόνια πίσω.