Πέντε χρόνια από τη Συμφωνία του Παρισιού – Τι χρειάζεται για την εφαρμογή της;
Ο Δρ. Γιώργος Κωστάκος είναι Εκτελεστικός Διευθυντής του FOGGS – Foundation for Global Governance and Sustainability με βάση τις Βρυξέλλες και Συν-Διευθυντής του ΕΛΦΟΒΑ – Ελληνικού Φόρουμ για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη, μιας από κοινού πρωτοβουλίας του FOGGS και του ΕΛΙΑΜΕΠ. Είναι επίσης μέλος του Πανελλαδικού Συμβουλίου των Οικολόγων Πράσινων. To άρθρο που ακολουθεί φιλοξενήθηκε στο CNN.GR
Πριν πέντε χρόνια αυτές τις μέρες, στις 12 Δεκέμβρη 2015, επιτεύχθηκε στη Γαλλική πρωτεύουσα η Συμφωνία του Παρισιού για την κλιματική αλλαγή. Ήμουν εκεί, στα παρασκήνια, δουλεύοντας με τη Γραμματεία της Σύμβασης-Πλαίσιο των Ηνωμένων Εθνών για την Κλιματική Αλλαγή (γνωστή με την αγγλική της συντομογραφία ως UNFCCC) προκειμένου να στηρίξουμε τις προσπάθειες των κρατών να καταλήξουν σε συμφωνία. Ως συνήθως σε τέτοιες περιπτώσεις, το τελικό αποτέλεσμα ήταν ένας συμβιβασμός, οπότε μακράν του ιδανικού, αλλά φυσικά το ιδανικό καθορίζεται από τα συμφέροντα και τις προτεραιότητες καθενός.
Δεν ήταν μικρή επιτυχία να υπάρξει ένα κείμενο αποδεκτό από τις πάνω από 190 χώρες και την Ευρωπαϊκή Ένωση που είναι μέλη της UNFCCC. Καθώς οι αποφάσεις σε αυτό το πλαίσιο παίρνονται όχι με πλειοψηφία αλλά με συναίνεση, δηλαδή ακόμα κι ένα μέλος αν εναντιωθεί δεν μπορεί να παρθεί απόφαση, η προσπάθεια ήταν τιτάνια. Οι διαπραγματεύσεις κορυφώθηκαν εκείνες τις δυο εβδομάδες στο Παρίσι, αλλά στην πραγματικότητα προετοιμάζονταν για χρόνια. Ήταν σημαντικό ότι αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες καθώς και αναδυόμενες οικονομίες όλες δέχθηκαν να γίνουν ισότιμα μέλη της Συμφωνίας, αντίθετα με το προηγηθέν Πρωτόκολλο του Κιότο που περιείχε υποχρεώσεις δράσης μόνο για τις αναπτυγμένες χώρες.
Ιδιαίτερη προσπάθεια έγινε να ικανοποιηθούν αιτήματα των Αμερικανών, ώστε να μπορεί να επικυρωθεί η τελική Συμφωνία από τον Πρόεδρο Ομπάμα χωρίς να χρειάζεται να περάσει από τη Γερουσία. Βέβαια ένα χρόνο αργότερα ο Πρόεδρος Τραμπ έδωσε ειδοποίηση αποχώρησης των ΗΠΑ από τη Συμφωνία, η οποία όμως αναμένεται να αναστραφεί όταν αναλάβει ως Πρόεδρος ο Τζο Μπάιντεν.
Όλα αυτά οδήγησαν σε μια συμφωνία με φιλόδοξους στόχους: να κρατηθεί η αύξηση της θερμοκρασίας όσο γίνεται πιο κάτω από δύο βαθμούς Κελσίου και κατά προτίμηση κάτω από 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τη μέση θερμοκρασία στον πλανήτη μας την περίοδο πριν την βιομηχανική επανάσταση, μεγάλης κλίμακας προσαρμογή στην κλιματική αλλαγή για τις καταστροφικές επιπτώσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί και τις βλέπουμε με τα καιρικά φαινόμενα κλπ., και προσανατολισμό των χρηματοδοτικών ροών προς την επίτευξη αυτών των στόχων.
Οι συγκεκριμένες δράσεις και δεσμεύσεις προς αυτήν την κατεύθυνση αφέθηκαν στη διακριτική ευχέρεια κάθε χώρας, μέσω «Εθνικά Καθορισμένων Συνεισφορών» (ΕΚΣ ή NDCs στα αγγλικά).
Υποτίθεται ότι υπάρχει διαδικασία αλληλοκριτικής μεταξύ των κρατών για τις δεσμεύσεις που ανακοινώνουν, οπότε θα «ντροπιάζονται» και θα βελτιώνουν τις δεσμεύσεις τους κάθε πενταετία τουλάχιστον, όπως προβλέπεται στη Συμφωνία, κάτι που θα δούμε αν θα συμβεί στην πράξη.
Η Ευρώπη πρωτοστατεί στην εφαρμογή της Συμφωνίας του Παρισιού και έχει ανακοινώσει τις πιο φιλόδοξες δεσμεύσεις. Στην πρόσφατη συνάντηση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, 10-11 Δεκέμβρη 2020, συμφωνήθηκε η μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου (κύρια αιτία της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής) το λιγότερο κατά 55% μέχρι το 2030, σε σχέση με τα επίπεδα του 1990. Για να επιτευχθεί η δέσμευση αυτή κάθε χώρα της ΕΕ θα πρέπει να κάνει αυτό που της αντιστοιχεί, βάσει εσωτερικής συμφωνίας που απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια από τις πιο βιομηχανικά αναπτυγμένες χώρες όπως η Γερμανία και η Γαλλία.
Οι φιλόδοξες δεσμεύσεις δεν αναλαμβάνονται μόνο λόγω της «καλής καρδιάς» της ΕΕ, αλλά γιατί θεωρείται ως συγκριτικό πλεονέκτημα της ενωμένης Ευρώπης αν καταφέρει να αναπτύξει τις αναγκαίες πράσινες τεχνολογίες κι έτσι θεμελιώσει την τεχνολογική και οικονομική της πρωτοκαθεδρία παγκοσμίως. Αυτός άλλωστε είναι και ο κύριος στόχος της Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας που ευαγγελίσθηκε και εφαρμόζει η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Με τελικό στόχο την κλιματική ουδετερότητα, με μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου το αργότερο μέχρι το 2050, αναμένεται η ΕΕ να έχει γίνει η παγκόσμια πράσινη υπερδύναμη με σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης και πράσινες δουλειές σε ένα υγιές περιβάλλον για τους πολίτες της.
Μια βασική ένσταση σε όλα αυτά – πέραν των θεωριών συνωμοσίας περί μη ύπαρξης ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής που οι επιστήμονες απορρίπτουν στη σημαντικότατη πλειοψηφία τους, αλλά και η καθημερινή πλέον εμπειρία μας το δείχνει – είναι ότι στη βιασύνη για δράση κατά της κλιματικής αλλαγής και για πράσινη ανάπτυξη αυτός που χάνει τελικά είναι ο μέσος άνθρωπος. Είναι αλήθεια ότι τα πρώτα θύματα αυτής της κοσμογονικής μετάβασης είναι εργαζόμενοι και εργαζόμενες, καθώς και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, σε περιοχές και τομείς όπου πρέπει να γίνουν μεγάλες αλλαγές, όπως η εξόρυξη άνθρακα.
Γι’ αυτό υπάρχει μεγάλη συζήτηση περί «δίκαιης μετάβασης», που στην Ευρώπη προβλέπει την καταβολή ενίσχυσης δισεκατομμυρίων ευρώ σε περιοχές που εξαρτώνται από την παραγωγή και καύση λιγνίτη για ενέργεια, όπως η Δυτική Μακεδονία και η Μεγαλόπολη στην Ελλάδα. Ο αγώνας όμως είναι και πρέπει να είναι συνεχής για την σωστή αξιοποίηση των ποσών αυτών για μακροπρόθεσμη εξασφάλιση της ευημερίας των εν λόγω περιοχών. Περαιτέρω, μια δίκαιη μετάβαση απαιτεί την επιμόρφωση ατόμων και δημιουργία νέων ευκαιριών και σε άλλους ρυπογόνους και προς εξαφάνιση τομείς, όπως η εμπορία και χρήση ορυκτών καυσίμων, τα μεταφορικά, θερμαντικά και άλλα μέσα που χρησιμοποιούν τέτοια καύσιμα, ακόμα και η μαζική κτηνοτροφία και η βιομηχανική παραγωγή κρέατος.
Εν γένει, όλοι οι τομείς δραστηριότητας θα πρέπει να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες για να μην χαθεί το τραίνο της πράσινης ανάπτυξης αλλά και για να σιγουρευτούμε ότι η ανάπτυξη αυτή τελικά θα ωφελήσει το φυσικό περιβάλλον και όλους μας, όχι μόνο κάποιους «πράσινους» βιομηχανικούς και χρηματοπιστωτικούς κολοσσούς. Οι τελευταίοι βέβαια συνέβαλαν τα μέγιστα στη διαμόρφωση και αξιοποίηση του μοντέλου ανάπτυξης με βάση το κέρδος και την εκμετάλλευση φύσης και ανθρώπων που επέτεινε την κλιματική αλλαγή και τις ανισότητες. Οι ίδιοι όμως δυστυχώς είναι πανέτοιμοι για να επωφεληθούν τα μέγιστα από τη νέα μετάβαση, καθώς ελέγχουν την έρευνα και ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και τις χρηματικές ροές για μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις.
Η επέτειος της επίτευξης της Συμφωνίας του Παρισιού είναι ευκαιρία να ξανασκεφτούμε πού είμαστε και πού θέλουμε να πάμε από άποψη μοντέλου ανάπτυξης, οικονομικής δραστηριότητας και τρόπου ζωής. Αυτό που κατά κύριο λόγο χρειαζόμαστε είναι ισορροπημένες προσεγγίσεις που αναγνωρίζουν την επιθυμία για καλύτερη ζωή, την ανάγκη προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και την βασική επιταγή επιβίωσης και εξασφάλισης αξιοπρεπούς εργασίας για όλους. Στη νέα συγκυρία η Ελλάδα έχει την τύχη να διαθέτει άφθονες ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, που όμως πρέπει να αξιοποιούνται χωρίς να τίθεται σε κίνδυνο το ευρύτερο φυσικό και πολιτιστικό κεφάλαιο. Στη βάση επίσης του πολιτισμού μας, της κοινωνίας και της κουζίνας μας υπάρχουν καλές πρακτικές που ίσως ξεχάστηκαν την εποχή των «παχιών αγελάδων» αλλά καλό είναι να τις επαναφέρουμε, γιατί περιέχουν το μέτρο που χρειάζεται για μακροπρόθεσμη ευημερία και ανθεκτικότητα στις απανωτές κρίσεις που δεν θα σταματήσουν, λόγω κλιματικής αλλαγής, κορωνοϊού και άλλων πληγών που έπονται.