Μετά την ψήφιση του νόμου για την ιδιωτικοποιούμενη μικρή ΔΕΗ, τι?
Οι Οικολόγοι Πράσινοι θεωρούμε ότι κεντρικό διακύβευμα σε ό,τι αφορά την παραγωγή ενέργειας είναι η ΒΙΩΣΙΜΟΤΗΤΑ του ενεργειακού μοντέλου της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. Αλλά παράλληλα και η βιωσιμότητα της κοινωνίας και της οικονομίας μας, που επηρεάζονται κρίσιμα από τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αλλά και από τον τρόπο αξιοποίησης των φυσικών πόρων της χώρας μας.
Σε συνέχεια της δημόσιας τοποθέτησης των ΟΠ με το ΔΤ της ΕΓ στις 25.6.2014, το ΠΣ τονίζει με σαφήνεια και τα εξής:
1. Ο Νόμος που ψηφίστηκε δείχνει σαφή την πρόθεση της κυβέρνησης να δεσμεύσει τη χώρα σε ένα παρωχημένο, βρώμικο και εν τέλει ακριβό ενεργειακό μοντέλο, που θα βασίζεται στο λιγνίτη. Δυστυχώς στελέχη της αντιπολίτευσης έδειξαν αντίστοιχη προσήλωση στον ίδιο στόχο. Η απόφαση να χρησιμοποιηθούν τα έσοδα από την πώληση της «μικρής» ΔΕΗ για εκσυγχρονισμό αλλά και τη νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα-5 και, ταυτόχρονα, η προϋπόθεση για τον ιδιώτη αγοραστή να καταθέσει σχέδιο για τη δημιουργία νέας μονάδας στη Φλώρινα (Μελίτη-2), δίνουν τη δυνατότητα να προστεθούν περίπου 1.1 GW λιγνιτικής παραγωγής στο ελληνικό σύστημα για τα επόμενα 30 χρόνια.
Η απόσχιση της μικρής ΔΕΗ και η ιδιωτικοποίησή της θα ενισχύσει το λιγνιτικό μοντέλο ηλεκτροπαραγωγής της χώρας. Ειδικά η σκανδαλώδης τροπολογία που κατατέθηκε την τελευταία στιγμή και υπερψηφίστηκε από το Α’ θερινό τμήμα της Βουλής, το κάνει σαφές, καθώς επιχειρεί: α) να δεσμεύσει τους πιθανούς αγοραστές της μικρής ΔΕΗ για την κατασκευή της νέας λιγνιτικής μονάδας Μελίτη-2, και β) να δεσμεύσει τα χρήματα που θα εισπράξει η μεγάλη ΔΕΗ από την πώληση της μικρής για την κατασκευή της νέας λιγνιτικής μονάδας Πτολεμαΐδα-5 και για την αναβάθμιση παλιών λιγνιτικών μονάδων. Για έναν επιπλέον λόγο, λοιπόν, είμαστε αντίθετοι στην επιλογή ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι λέμε ΟΧΙ στη διαιώνιση του λιγνιτικού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Σε μια εποχή που οι μεγάλες εταιρίες ηλεκτροπαραγωγής διεθνώς αρχίζουν να εμφανίζουν ζημιές λόγω της προσήλωσής τους στα ορυκτά καύσιμα, θεωρούμε ανεπίτρεπτο για μια χώρα σε οικονομική κρίση να συζητάει για το μέλλον με όρους της δεκαετίας του ‘50, να σχεδιάζει το ενεργειακό της μέλλον επαναλαμβάνοντας λάθη.
Για μας, ο εναλλακτικός ενεργειακός σχεδιασμός παραμένει αντικείμενο δουλειάς και διεκδίκησης, σε συνεργασία με τους πολιτικούς και μαζικούς φορείς της χώρας που έχουν στις προτεραιότητές τους ότι σημαντικές ποσότητες ορυκτών καυσίμων θα πρέπει να μείνουν στη γη, προκειμένου η μέση άνοδος της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει το κρίσιμο όριο των 2 βαθμών Κελσίου. Αλλά και στόχο τη βαθμιαία ενεργειακή αυτονόμηση του νοικοκυριού, της αγροτικής ή βιομηχανικής μονάδας και των κοινοτήτων σε επίπεδο ΟΤΑ ή Περιφέρειας. Ζωτικός επενδυτής σε αυτή την αποκέντρωση θέλουμε να είναι η Αυτοδιοίκηση αλλά και συνεταιρισμοί παραγωγών ή καταναλωτών.
2. Μέσα από την οπτική αυτή προσεγγίζουμε ως Οικολόγοι Πράσινοι και το θέμα του κόστους της ενέργειας στον καταναλωτή, εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα στην Ελλάδα του σήμερα, που εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια λόγω φτώχιας και η βιομηχανία έχει ένα από το ακριβότερα τιμολόγια στην Ευρώπη, αλλά και στην προοπτική της διεξόδου από την κρίση.
Για μας, η μείωση του ενεργειακού κόστους και η αντιμετώπιση της ενεργειακής φτώχειας μπορεί να προκύψει μέσα από συντονισμένες δράσεις εξοικονόμησης ενέργειας και αποδοτικότητας στη χρήση, όπως αποδεικνύουν και οι πρόσφατες εκθέσεις της Κομισιόν.
Σε ό,τι αφορά ειδικότερα τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας αυτές εξαρτώνται ισχυρά από την τιμή δικαιωμάτων εκπομπών CO2 και από τις διεθνείς τιμές του εισαγόμενου πετρελαίου και φυσικού αερίου. Θεωρούμε, επομένως, ότι η προστασία των κοινωνικά και οικονομικά αδυνάτων εξυπηρετείται καλύτερα από την όσο το δυνατόν ταχύτερη απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα. Μοιραία, η κατάτμηση και ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, που έχει ως βασική επιδίωξη τη διαιώνιση του ρυπογόνου λιγνιτικού μοντέλου ηλεκτροπαραγωγής, θα οδηγήσει σε αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας.
Θεωρούμε επίσης προβληματικό, από οικονομική άποψη, το βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης ότι με την πώληση ενός ποσοστού της ΔΕΗ, θα διευκολυνθεί ο ανταγωνισμός και θα πέσουν οι τιμές. Έχουμε επανειλημμένα τονίσει ότι στη σημερινή τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ενσωματωμένες κρυφές επιδοτήσεις. Επί δεκαετίες η ΔΕΗ ευνοήθηκε, ώστε το ρεύμα να κοστίζει φθηνά και να επιτευχθεί ο στρατηγικός σκοπός του εξηλεκτρισμού της χώρας. Επομένως, η κατάτμησή της δεν θα δημιουργήσει κανέναν όρο ανταγωνισμού: Είτε ο ιδιώτης θα εξακολουθήσει να απολαμβάνει τις κρυφές επιδοτήσεις και θα λειτουργεί ως κρατικοδίαιτη εταιρία, είτε η τιμή ρεύματος θα αυξηθεί δραματικά. Σε κάθε περίπτωση το βασικό ζητούμενο είναι η άρση των στρεβλώσεων υπέρ των ορυκτών καυσίμων στην αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, που επίσης επηρεάζει σημαντικά τις τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας.
Πέρα από τα παραπάνω, κομμάτι της λύσης αποτελεί και η μετάβαση σε ένα αποκεντρωμένο ενεργειακό δίκτυο, όπου μεγάλο μέρος των καταναλωτών θα είναι ταυτόχρονα και αυτοπαραγωγοί, οικοδομώντας έτσι την ενεργειακή ανεξαρτησία της κοινωνίας και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
3. Για τους Οικολόγους Πράσινους, σημαντικό είναι επίσης το ερώτημα για το τίμημα της εκποιούμενης εταιρίας: ο νόμος προβλέπει ότι θα πωληθεί τουλάχιστον στη «λογιστική» αξία. Η σχέση της λογιστικής αξίας της ΔΕΗ με την πραγματική της αξία είναι άγνωστη καθώς στο ενεργητικό της εταιρίας εγγράφονται πολλές χιλιάδες στρέμματα, που είτε λογιστικά έχουν αποσβεστεί, είτε έχουν εκχωρηθεί από το ελληνικό δημόσιο μέσω απαλλοτριώσεων. Εξίσου δύσκολο να αποτιμηθεί είναι και ο δημόσιος πλούτος, που περιλαμβάνει πέρα από το λιγνίτη, υδάτινους πόρους, δάση, παραλίμνιες εκτάσεις.
Επίσης, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ΔΕΗ, θα πρέπει να υπάρξουν δεσμεύσεις για τις τοπικές κοινωνίες στη Δυτική Μακεδονία και την Πελοπόννησο, που για δεκαετίες επιβαρύνθηκαν από τη χρήση λιγνίτη.
– Να αρχίσουν επιτέλους οι ιδιοκτήτες λιγνιτωρυχείων (που σήμερα εκμεταλλεύονται δωρεάν τον ορυκτό πλούτο της χώρας) να καταβάλουν τέλη εξόρυξης και να διατεθούν αυτά για τη μετάβαση των λιγνιτοπαραγωγών περιοχών σε μια πράσινη μεταλιγνιτική περίοδο.
– Να τριπλασιαστούν τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλει σήμερα η ΔΕΗ στους οικείους Δήμους (Τοπικός Πόρος Ανάπτυξης) και το μέτρο να αφορά σε κάθε ιδιοκτήτη λιγνιτικών σταθμών.
– Να υπολογιστεί το εξωτερικό κόστος στη δημόσια υγεία και τους φυσικούς πόρους από την εξόρυξη και καύση λιγνίτη και να πάψει στο εξής να επιβαρύνει την κοινωνία αλλά τους ιδιοκτήτες λιγνιτικών σταθμών. Ένα μέρος του πρόσθετου αυτού κόστους πρέπει να «επιστρέφει» στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες άλλωστε είναι αυτές που υφίστανται και τις επιπτώσεις.
Συνοψίζοντας, με το συγκεκριμένο νόμο, αποδεικνύεται για μια ακόμα φορά, ότι πίσω από όμορφες λέξεις, όπως «διαρθρωτικές αλλαγές», «εκσυγχρονισμός» ή «υγιής ανταγωνισμός», η κυβέρνηση προχωρά με την ίδια ακριβώς καθεστωτική νοοτροπία που οδήγησε τη χώρα στη χρεοκοπία:
- Παντελής έλλειψη στρατηγικού σχεδιασμού.
- Καταλήστευση του δημόσιου πλούτου
- Διαπλοκή με «επιχειρηματικά» συμφέροντα, που δεν ενδιαφέρονται για επενδύσεις αλλά για αρπαχτές.
- Παντελής έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου με τις πολίτες και τους πολιτικούς φορείς γύρω από τα παραπάνω καυτά θέματα.
Ακολουθούν αναλυτικότερα οι θέσεις μας και τα ερωτήματά μας:
1. Απεξάρτηση από το λιγνίτη:
Από τις τοποθετήσεις του Υπουργού φαίνεται πως πρόθεση της κυβέρνησης είναι να δεσμεύσει τη χώρα σε ένα παρωχημένο, βρώμικο και εν τέλει ακριβό ενεργειακό μοντέλο που θα βασίζεται στο λιγνίτη. Η αδυναμία της ΔΕΗ να βρει επενδυτές και πόρους να χρηματοδοτήσουν τη νέα λιγνιτική μονάδα Πτολεμαΐδα-5 οδήγησε στην ιδέα τα έσοδα από την πώληση της «μικρής» ΔΕΗ να χρησιμοποιηθούν από τη «μεγάλη» για τη χρηματοδότηση της επένδυσης. Ταυτόχρονα η μεταβίβαση της άδειας παραγωγής της νέας μονάδας στη Φλώρινα (Μελίτη-2), και των παλιών λιγνιτικών μονάδων (Αμύνταιο 1 και 2) και φυσικά των απαιτούμενων λιγνιτικών αποθεμάτων σε ιδιώτες δίνει τη δυνατότητα διαιώνισης της χρήσης λιγνίτη. Δυστυχώς και η αντιπολίτευση έδειξε αντίστοιχη προσήλωση στον ίδιο στόχο διά των εκπροσώπων της στη Επιτροπή Παραγωγής και Εμπορίου του Κοινοβουλίου όπου συζητήθηκε το νομοσχέδιο.
Οι Οικολόγοι Πράσινοι λέμε ΟΧΙ στη διαιώνιση του λιγνιτικού μοντέλου ανάπτυξης της χώρας. Επιμένουμε να ζητάμε την αναλυτική συζήτηση όλων των φορέων με στόχο τη διαμόρφωση -πρώτα από όλα- ενός μακρόπνοου ενεργειακού σχεδιασμού, που θα δεσμεύει τους πάντες στον τομέα της ενέργειας (ιδιώτες και δημόσιο). Ο σχεδιασμός αυτός θα πρέπει να περιλαμβάνει:
- Τη χρονική εξέλιξη της ηλεκτροπαραγωγής και της εγκατεστημένης ισχύος ανά τεχνολογία ως το 2050. Δέσμευση για μίγμα ηλεκτροπαραγωγής με τουλάχιστον 60% ΑΠΕ ως το 2030.
- Αναλυτική τεκμηρίωση για την οικονομική βιωσιμότητα των σχεδιαζόμενων νέων λιγνιτικών μονάδων Πτολεμαΐδα-5 και Μελίτη-2, λαμβάνοντας υπόψη τους στόχους της ΕΕ για το 2030 και το 2050 και αντίστοιχα σενάρια για κλιμάκωση των τιμών δικαιωμάτων εκπομπών μετά το 2020.
- Δέσμευση για την τήρηση του χρονοδιαγράμματος απόσυρσης των υπαρχουσών λιγνιτικών μονάδων, όπως αυτό προτάθηκε από την Επιτροπή Ανταγωνισμού της Κομισιόν. Αξιοποίηση των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Περιφερειακής Ανάπτυξης για τη χρηματοδότηση της απόσυρσης και αποκατάστασης.
- Δεσμευτικό και φιλόδοξο στόχο για εξοικονόμηση ενέργειας τουλάχιστον 35% ως το 2030 σε σύγκριση με τα επίπεδα του 2007. Δραστική μείωση των ενεργειακών αναγκών, μέσω αλλαγής της καταναλωτικής συμπεριφοράς στον οικιακό, αγροτικό και βιομηχανικό τομέα. Αλλά και των ενεργειακών αιχμών, μέσω της ορθής δικτύωσης και συστημάτων αποθήκευσης ενέργειας.
- Η χωροθέτηση των ΑΠΕ πρέπει απαραιτήτως να πληροί τα κριτήρια βιωσιμότητας των ευαίσθητων περιοχών της χώρας και να γίνεται μετά από ευρεία κοινωνική συμμετοχή και διαβούλευση.
- Διαδικασίες και χρηματοδοτικά εργαλεία για την αποκέντρωση της παραγωγής ενέργειας, με στόχο τη βαθμιαία ενεργειακή αυτονόμηση του νοικοκυριού, της αγροτικής ή βιομηχανικής μονάδας. Ζωτικός επενδυτής σε αυτή την αποκέντρωση μπορεί να είναι η Αυτοδιοίκηση αλλά και συνεταιρισμοί καταναλωτών ή παραγωγών. Για τη μετάβαση σε ένα αποκεντρωμένο ενεργειακό δίκτυο, όπου μεγάλο μέρος των καταναλωτών θα είναι ταυτόχρονα και αυτοπαραγωγοί, οικοδομώντας έτσι την ενεργειακή ανεξαρτησία της κοινωνίας.
2. Σχετικά με τον ανταγωνισμό και τις τιμές του ρεύματος
Βασικό επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι με την πώληση ενός ποσοστού της ΔΕΗ, θα διευκολυνθεί ο ανταγωνισμός και θα πέσουν οι τιμές.
Αυτό το επιχείρημα είναι έωλο, από οικονομική άποψη: Για να πέσουν οι τιμές πρέπει:
- Είτε να αυξηθεί η προσφορά φθηνής ενέργειας. Αυτό δεν συμβαίνει, γιατί οι αγοραστές της «μικρής ΔΕΗ» θα εξακολουθήσουν να παράγουν στις ήδη υπάρχουσες υδροηλεκτρικές και λιγνιτικές μονάδες. Αντίθετα η εμπειρία έχει δείξει ότι οι νέες ιδιωτικές μονάδες φυσικού αερίου παράγουν ρεύμα σε πολύ υψηλότερη τιμή από την τιμή της ΔΕΗ. Πουθενά το νομοσχέδιο δεν εξασφαλίζει αύξηση της προσφοράς, ώστε να λειτουργήσει ο ανταγωνισμός.
- Είτε να γίνουν μεγάλες δημόσιες επενδύσεις στις ΑΠΕ.
Στην περίπτωση των λιγνιτικών μονάδων η ΔΕΗ επί δεκαετίες είχε «κρυφές επιδοτήσεις»:
- Επί δεκαετίες αξιοποίησε δημόσιες ή απαλλοτριωμένες εκτάσεις, μερικές από τις οποίες είχαν μεγάλο φυσικό κάλλος.
- Είχε προνομιακή μεταχείριση σε επίπεδο αξιοποίησης φυσικών πόρων, όπως ο λιγνίτης. Ο λιγνίτης ανήκει στον ορυκτό πλούτο της χώρας. Σύμφωνα με το άρθρο 106 παρ. 1, τα υπόγεια και υποθαλάσσια κοιτάσματα χαρακτηρίζονται εθνικός πλούτος, θεσπίζονται ειδικοί νόμοι γι’ αυτά, το δε κράτος πρέπει να λαμβάνει όλα τα επιβαλλόμενα μέτρα για την εκμετάλλευσή τους μέσα στο πλαίσιο της εθνικής οικονομικής ανάπτυξης, καθώς με τον τρόπο αυτό εξυπηρετούνται και διασφαλίζονται η κοινωνική ειρήνη και η προστασία του κοινού οικονομικού συμφέροντος. Με βάση το παραπάνω άρθρο, το κράτος οφείλει να πωλεί τον λιγνίτη με βάση το εθνικό συμφέρον. Η ΔΕΗ, φυσικά, εξαιρούνταν από αυτή τη ρύθμιση γιατί ως δημόσια εταιρία δεν πληρώνει στο ελληνικό δημόσιο κανένα τίμημα για την αγορά του λιγνίτη. Πολύ περισσότερο, δεν πληρώνει κανένα τίμημα για τις αποθετικές ζημίες στο περιβάλλον, την υγεία των κατοίκων κ.λπ. Το ίδιο ισχύει για τη δημιουργία τεχνητών λιμνών, όπου φυσικά δεν ενσωματώθηκαν στα κόστη της εταιρίας, ούτε οι απαλλοτριώσεις τεραστίων εκτάσεων, ούτε οι επιπτώσεις στο κλίμα.
- Αντίστοιχα η ΔΕΗ δεν έχει πληρώσει κανένα τίμημα για την εγκατάσταση σε ορεινούς όγκους και δάση, πυλώνων υπερυψηλής τάσης. Ούτε πλήρωσε ποτέ κάποιο «πρόστιμο» για τους ακούσιους εμπρησμούς δασών, από δυσλειτουργία των εγκαταστάσεών της.
Είναι φανερό, ότι εάν τα παραπάνω κόστη είχαν αποτιμηθεί με αυστηρά οικονομικά κριτήρια και είχαν ενσωματωθεί στην τιμή του ρεύματος, ώστε η εταιρία να τα αποσβέσει, το ρεύμα θα κόστιζε τόσο ακριβά, που το 90% των πολιτών θα αδυνατούσαν να γίνουν συνδρομητές ηλεκτρικής ενέργειας.
Επί δεκαετίες, λοιπόν, η ΔΕΗ ευνοήθηκε, ώστε το ρεύμα να κοστίζει φθηνά και να επιτευχθεί ο στρατηγικός σκοπός του εξηλεκτρισμού της χώρας.
Αυτή η πολιτική «πριμοδότησης» των βασικών επενδύσεων της ΔΕΗ, καταργήθηκε στην περίπτωση των ΑΠΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα φωτοβολταϊκά: Για να αποσβέσει σε εύλογο χρόνο μία φωτοβολταϊκή εγκατάσταση, θα πρέπει αυτός που την εγκαθιστά να έχει κάποιο ισχυρό κίνητρο. Εάν την εγκατάσταση την έκανε η ίδια η ΔΕΗ, το κράτος θα μπορούσε να «χρηματοδοτήσει» με λεφτά των φορολογουμένων ή με χρήματα του ΕΣΠΑ, τμήμα των παγίων, όπως έκανε τις προηγούμενες δεκαετίες με την πολιτική που προαναφέραμε. Στο βαθμό, όμως, που ούτε το κράτος, ούτε η ΔΕΗ δεν πληρώνουν την αξία της ταράτσας, του χωραφιού ή των φωτοβολταϊκών, η επιδότηση γίνεται με την αύξηση της τιμής της πωλούμενης κιλοβατώρας, η οποία όμως μετακυλίεται στον καταναλωτή!
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι εάν ίσχυαν αυστηρά ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια σε όλες τις μορφές παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, είτε το κράτος με τον Α ή Β τρόπο θα έπρεπε να επιδοτήσει την παραγωγή ρεύματος, είτε η Ελλάδα θα φωτίζονταν ακόμα με σπαρματσέτα και δεν θα υπήρχαν ηλεκτρονικοί υπολογιστές.
Στο βαθμό λοιπόν, που στη σημερινή τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας είναι ενσωματωμένες κρυφές επιδοτήσεις, η κατάτμηση της ΔΕΗ δεν δημιουργεί κανέναν όρο ανταγωνισμού: Είτε ο ιδιώτης θα εξακολουθήσει να απολαμβάνει τις κρυφές επιδοτήσεις και θα λειτουργεί ως κρατικοδίαιτη εταιρία, είτε η τιμή ρεύματος θα αυξηθεί δραματικά.
3. Για τα εργασιακά:
Η μυθολογία, ότι δήθεν η πώληση γίνεται για να απαλλαγούμε από τον κρατικοδίαιτο συνδικαλισμό, έληξε με την τροπολογία που αναφέρει ότι το εργασιακό καθεστώς της μικρής ΔΕΗ θα παραμείνει ανέπαφο για 5 χρόνια.
Μέλημα, λοιπόν, της κυβέρνησης δεν είναι:
– ούτε η εξυγίανση του συνδικαλιστικού κινήματος, που πράγματι παρουσιάζει στρεβλώσεις, από τις υπερδεκαετείς παρεμβάσεις των κυβερνητικών κομμάτων.
-ούτε η εξυγίανση της ΔΕΗ, αλλά να τη δωρίσει, όπως το Ελληνικό και τους αιγιαλούς, σε κάποιον «επιχειρηματία», που θα αποκτήσει μερτικό στη σημερινή φαύλη κατάσταση.
4. Το προβλεπόμενο τίμημα της ιδιωτικοποιούμενης εταιρίας και η αποτίμηση του δημόσιου πλούτου
Μείζον είναι επίσης για μας το ερώτημα για το τίμημα της εταιρίας: ο νόμος αναφέρει ότι θα πωληθεί τουλάχιστον στην «λογιστική» αξία. Είναι προφανές, ότι η λογιστική αξία της ΔΕΗ, είναι δραματικά χαμηλότερη από την πραγματική της αξία γιατί στο ενεργητικό της εγγράφονται πολλές χιλιάδες στρέμματα, που είτε έχουν αποσβεστεί λογιστικά, είτε έχουν εκχωρηθεί από το ελληνικό δημόσιο μέσω απαλλοτριώσεων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι μεγάλο τμήμα του νομού Φλώρινας ανήκει στην ΔΕΗ. Πόσο αποτιμάται αυτή η κτηματική περιουσία; Ποια τμήματα της θα περάσουν στον «ιδιώτη;» Πώς γνωρίζουμε εάν αυτός ο ιδιώτης, που θα πάρει αυτή την ακίνητη περιουσία, δεν θα τη μοσχοπουλήσει σε τιμές αγοράς; Με το παρόντα νόμο κινδυνεύουμε να εμπλακούν στην πώληση της ΔΕΗ επιχειρηματίες, που δεν θα έχουν κανένα ενδιαφέρον για την παραγωγή ενέργειας, αλλά θα εκμεταλλευτούν τη σχεδόν χαριστική απόκτηση της κτηματικής περιουσίας.
Επίσης, ανεξαρτήτως του ιδιοκτησιακού καθεστώτος της ΔΕΗ, θα πρέπει να υπάρξουν δεσμεύσεις για τις τοπικές κοινωνίες στη Δυτική Μακεδονία και την Πελοπόννησο που για δεκαετίες επιβαρύνθηκαν από τη χρήση λιγνίτη.
– Να αρχίσουν επιτέλους οι ιδιοκτήτες λιγνιτωρυχείων (που σήμερα εκμεταλλεύονται δωρεάν τον ορυκτό πλούτο της χώρας) να καταβάλουν τέλη εξόρυξης και να διατεθούν αυτά για τη μετάβαση των λιγνιτοπαραγωγών περιοχών σε μια πράσινη μεταλιγνιτική περίοδο.
– Να τριπλασιαστούν τα ανταποδοτικά τέλη που καταβάλει σήμερα η ΔΕΗ στους οικείους Δήμους (Τοπικός Πόρος Ανάπτυξης) και το μέτρο να αφορά σε κάθε ιδιοκτήτη λιγνιτικών σταθμών.
– Να υπολογιστεί το εξωτερικό κόστος στη δημόσια υγεία και τους φυσικούς πόρους από την εξόρυξη και καύση λιγνίτη και να πάψει στο εξής να επιβαρύνει την κοινωνία αλλά τους ιδιοκτήτες λιγνιτικών σταθμών. Ένα μέρος του πρόσθετου αυτού κόστους πρέπει να «επιστρέφει» στις τοπικές κοινωνίες, οι οποίες άλλωστε είναι αυτές που υφίστανται και τις επιπτώσεις.
Εξίσου αδύνατον να αποτιμηθεί και ο δημόσιος πλούτος, που περιλαμβάνει πέρα από τους λιγνίτες, υδάτινους πόρους, δάση, παραλίμνιες εκτάσεις. Ποιος θα καθορίσει το ποια τμήματα αυτού του πλούτου θα δοθούν ως προίκα με το 30%; Ποιος θα καθορίσει το ποιες δεσμεύσεις αναλαμβάνει ο ιδιώτης για την προστασία αυτού του δημόσιου πλούτου; Ποιο θα είναι το νέο καθεστώς για αυτόν τον πλούτο;
Θεωρούμε απαράδεκτο, με την πώληση της μικρής ΔΕΗ, να υπάρξουν και τόσο σημαντικές παράπλευρες απώλειες για τις μελλοντικές γενιές.
Το Πανελλαδικό Συμβούλιο των Οικολόγων Πράσινων, 20.7.2014