Το μίσος και ο φόβος δεν έχουν θέση στο μέλλον της Ευρώπης
Η πρόσφατη δολοφονία του δήμαρχου του Γκντανσκαποτελεί δείγμα του μεγέθους της πολιτικής και κοινωνικής πόλωσης, του φασιστικού καρκινώματος που έχει προσβάλλει πολλές χώρες της Ευρώπης, και υποδαυλίζεται από την πολιτική των υπερσυντηρητικών κυβερνήσεων και πρακτικές μέσων ενημέρωσης -ακόμη και κρατικών.
Δήμαρχος του Γκντανσκ επί σειρά ετών, ο Πάβελ Αντάμοβιτς υπήρξε ένθερμoς υποστηρικτής των δικαιωμάτων των ομοφυλόφιλων και των μειονοτήτων, μέσα από συγκεκριμένες στρατηγικές που προώθησε σε επίπεδο Δήμου, και ισχυρός αντίπαλος της κυβερνητικής πολιτικής κατά της μετανάστευσης. Βρέθηκε έτσι στο στόχαστρο συνεχόμενων σφοδρών επιθέσεων, τόσο εκ μέρους των κυβερνητικών ΜΜΕ όσο και υποστηρικτών της Δεξιάς.
Η δολοφονική τακτική της ακροδεξιάς είναι ίδια… αρχικά στοχοποιείται το θύμα (μόλις δυο χρόνια πριν η εθνικιστική Νεολαία «Όλοι Πολωνοί» είχε ζητήσει τον πολιτικό θάνατό του Πάβελ Αντάμοβιτς), αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο σε «πρόθυμους» δράστες που επιλέγουν μάλιστα να σκοτώσουν εν ψυχρώ, παρουσία εκατοντάδων ανθρώπων σε φιλανθρωπική πολιτιστική εκδήλωση!Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι, λίγες μόνο ώρες μετά τη δολοφονία, ο δημόσιος ραδιοτηλεοπτικός φορέας κατηγόρησε την αντιπολίτευση για «θέρμανση των συναισθημάτων».
Η συνεκπρόσωπος των Οικολόγων Πράσινων, Χριστίνα Ευθυμιάτου, δήλωσε σχετικά: «Η κληρονομιά του δολοφονημένου Δημάρχου του Γκτανσκ, Πάβελ Αντάμοβιτς, είναι ξεκάθαρη: έχουμε όλοι καθήκον να αντιδράσουμε και να ενεργοποιηθούμε, στον δρόμο που ο ίδιος δεν δίστασε να ακολουθήσει. Οι βάρβαρες αυτές εκδηλώσεις κοινωνικού και πολιτικού μίσους θα γίνουν ακόμη χειρότερες αν δεν ενεργήσουμε.
Οι Οικολόγοι και οι Ευρωπαίοι Πράσινοι επιμένουν και παλεύουν ώστε το μίσος και ο φόβος να μη βρουν μόνιμη θέση σε καμιά χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο αγώνας οφείλει να αναπτυχθεί με σύνεση, μέσα και από το χτίσιμο αληθινά προοδευτικών συμμαχιών, σε τοπικό -εθνικό αλλά και περιφερειακό επίπεδο. Η πολυμορφία και η πολυ -πολιτισμικότητα αξίζει να παραμείνουν και να αναβαθμιστούν ως παράγοντες αληθινού και βιώσιμου “πλούτου” για την Ευρώπη»