Οι «καλές θέσεις εργασίας» και η πραγματικότητα της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας στην Ελλάδα
Του Δημήτρη Φουτάκη στην Εφημερίδα των Συντακτών
Τους τελευταίους μήνες, τόσο στην προεκλογική περίοδο των ευρωεκλογών που προηγήθηκε όσο και στην τρέχουσα προεκλογική εκστρατεία των εθνικών εκλογών, είναι συχνή η αναφορά από τον αρχηγό και τα στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πρόθεσή τους για δημιουργία νέων «καλών θέσεων εργασίας». Οι ίδιοι αποσιωπούν το πραγματικό γεγονός της αύξησης των θέσεων εργασίας κατά περίπου 400 χιλιάδες και της μείωσης της ανεργίας στο 18% από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ την περίοδο 2015-2019.
Η νεοφιλελεύθερη συνταγή που προτείνουν, με μείωση φόρων επί του κεφαλαίου σε συνδυασμό με την «φιλοεπενδυτική» στάση και τη διακηρυγμένη σε όλους τους τόνους «αγάπη» της Νέας Δημοκρατίας για την “επιχειρηματικότητα” και τους φορείς της, δηλαδή τους κεφαλαιούχους, υποτίθεται ότι θα οδηγήσει σε αύξηση των θέσεων εργασίας που μάλιστα θα είναι «καλές», δηλαδή πλήρους απασχόλησης και με υψηλές αμοιβές. Το τελευταίο υποτίθεται ότι θα διασφαλιστεί με συνεννόηση εργαζόμενων και εργοδοτών σε επίπεδο επιχείρησης ή και σε ατομική βάση, δηλαδή μετά από συμφωνία ώστε τα κέρδη του κεφαλαίου να μοιράζονται με κάποιο τρόπο και στους εργαζόμενους με τη μορφή επιπλέον αμοιβών ή μπόνους.
Είναι τελείως ασαφές σε αυτήν τη ρητορική της ΝΔ ποιο ακριβώς θα ήταν το κίνητρο των φορέων του κεφαλαίου να πράξουν κάτι τέτοιο ενώ μέχρι σήμερα δεν το έπρατταν. Η μείωση των φόρων που προαναγγέλλεται από τη ΝΔ στην ουσία είναι ανταπόκριση στην αξίωση του κεφαλαίου να καρπώνεται μεγαλύτερο μέρος των κερδών. Γιατί άραγε θα ήταν διατεθειμένος κάποιος που καταφέρνει να αποκομίζει μεγαλύτερα ποσοστά κέρδους πληρώνοντας λιγότερους φόρους, να θέλει στη συνέχεια να τα μοιραστεί; Είναι γνωστό εξάλλου ήδη από την εποχή του Άνταμ Σμιθ ότι η “απληστία” είναι το ουσιαστικό κίνητρο του κεφαλαίου και όχι η φιλάνθρωπη στάση του.
Το αβάσιμο μιας τέτοιας επιφανειακής εξίσωσης που ξεκινάει από τις μειώσεις φόρων επί του κεφαλαίου και καταλήγει, μέσω της προσδοκώμενης αύξησης των επενδύσεων, στις “περισσότερες και καλύτερες θέσεις εργασίας”, επιβεβαιώνει τόσο η ιστορία, όπου διαδοχικές μειώσεις στη φορολογία του κεφαλαίου και των κερδών τα τελευταία 30 χρόνια διεθνώς όσο και στην Ελλάδα δεν οδήγησαν σε αύξηση των επενδύσεων, όπως και η πραγματικότητα των αριθμών. Στην ουσία το πρόβλημα της ποιότητας των θέσεων εργασίας είναι αυτό που στην πολιτική οικονομία συχνά αναφέρεται ως η “σχέση κεφαλαίου-εργασίας”. Αυτή περιλαμβάνει καταρχήν την πρωτογενή διανομή μεταξύ κερδών και μισθών και σχετίζεται άμεσα με τον χρόνο εργασίας, την ένταση εργασίας, τα μέτρα προστασίας, τις άδειες των εργαζομένων, κ.ά. Το ερώτημα είναι πως η σχέση αυτή εξελίχθηκε ιστορικά στην Ελλάδα σε σύγκριση και με τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η σχέση κεφαλαίου-εργασίας μπορεί να μελετηθεί με τη βοήθεια των Εθνικών Λογαριασμών για το σύνολο του παραγωγικού συστήματος και σε επίπεδο διψήφιων κλάδων με τους Πίνακες Εισροών-Εκροών. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους (πολιτικούς) οικονομολόγους, ο Anwar Shaikh (2016: 755), θεωρεί τη σχέση αυτή θεμελιώδη, καθώς “ο συνολικός βαθμός εισοδηματικής ανισότητας [μιας κοινωνίας] στηρίζεται τελικά στη σχέση κερδών προς μισθούς, δηλαδή, στη βασική διαίρεση της προστιθέμενης αξίας”.
Αν λοιπόν γίνει αυτός ο υπολογισμός για σχετικά μακρύ χρονικό διάστημα ώστε το αποτέλεσμα να μην επηρεάζεται από συγκυριακά δεδομένα, δηλαδή να μην συμπίπτει τυχαία με περιόδους αυξημένων ή μειωμένων κερδών (ή ζημιών), τότε μπορεί να υπάρξει μια ποσοτική εκτίμηση του επιπέδου στο οποίο βρίσκεται κατά μέσο όρο η σχέση κεφαλαίου-εργασίας σε μια οικονομία. Για να αξιολογηθεί η σημασία του ποσοτικού αυτού δείκτη θα πρέπει να μελετηθεί σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες και τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τη σύγκριση αυτήν, όπως φαίνεται και στο σχετικό Διάγραμμα, προκύπτει ότι στην Ελλάδα υπήρχε η χειρότερη σχέση μεταξύ μισθών και κερδών στο σύνολο των 28 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μια περίοδο 20 ετών (1995-2015).
Είναι εντυπωσιακό μάλιστα ότι η Ελλάδα έχει την εικοσαετία αυτή μέσο όρο (0,58) χαμηλότερο από τις γειτονικές Βαλκανικές χώρες Ρουμανία (0,69) και Βουλγαρία (0,70) και από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1,02). Με δεδομένο ότι ο δείκτης αυτός έχει την τάση να μεταβάλλεται σχετικά αργά σε ετήσια βάση και με αστάθεια ως προς την κατεύθυνσή του, δηλαδή έτη ανόδου συνοδεύονται από έτη πτώσης, αν θεωρήσουμε ότι ένας στόχος θα ήταν η σύγκλιση με τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αυτή εφόσον συνέβαινε θα ήταν μόνο σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Ο λόγος είναι διότι προφανώς η τιμή του δείκτη αυτού συνδέεται με βασικά διαρθρωτικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών συστημάτων αλλά και με τον τρόπο που οργανώνεται θεσμικά σε εθνικό επίπεδο η σχέση κεφαλαίου-εργασίας. Αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι οι χώρες με την ευνοϊκότερη σχέση είναι αυτές που έχουν ισχυρή παράδοση στο κοινωνικό κράτος, οι χώρες δηλαδή που αντιπροσωπεύουν το λεγόμενο “ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο” (Δανία, Σουηδία, Γαλλία, Φιλανδία, κ.ά.).
Διάγραμμα 1: Λόγος αποζημιώσεων εργαζομένων προς κέρδη κεφαλαίου στις 28 χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 1995-2015
Πηγή δεδομένων διαγράμματος: Eurostat database 2016, πίνακας nama10_gdp, λόγος “αποζημίωση εργαζομένων” (D.1) προς “ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και ακαθάριστο μικτό εισόδημα” (B.2G_B.3G)
Η επίδραση επομένως μιας ευχής για “καλά αμειβόμενες” θέσεις εργασίας είναι προφανές ότι δεν μπορεί να μεταβάλει ουσιωδώς αυτή τη σχέση που είναι θεμελιωμένη σε βαθύτερα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά της οικονομίας, ειδικά μάλιστα σε μια περίοδο υψηλής ανεργίας που θέτει αντικειμενικά την εργασία σε θέση αδυναμίας έναντι του κεφαλαίου. Ο μοναδικός τρόπος που έχει η ασκούμενη πολιτική να παρέμβει θετικά υπέρ της εργασίας είναι μέσω της ενίσχυσης της θέσης της εργασίας (των εργαζομένων) με ρυθμίσεις για την ενθάρρυνση και τη στήριξη των συλλογικών διαπραγματεύσεων, την αύξηση του κατώτατου μισθού και την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους.
Εξίσου σημαντικό σε ό,τι αφορά το νεοφιλελεύθερο αφήγημα είναι το ζήτημα της αύξησης των επενδύσεων από τις οποίες θα προκύψουν οι “νέες καλά αμειβόμενες” θέσεις εργασίας. Όπως φαίνεται από τα στοιχεία για την ίδια περίοδο (1995-2015) ο μέσος όρος του ποσοστού των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου ως προς την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (22,8%) ήταν από τους χαμηλότερους στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ελαφρώς υψηλότερος μόνο έναντι της Ιταλίας και του Ηνωμένου Βασιλείου).
Αν συνδυαστούν αυτά τα δεδομένα προκύπτει ότι η Ελλάδα μέχρι το 2015 είχε τη δυσμενέστερη για την εργασία σχέση κεφαλαίου-εργασίας από όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα είχε το τρίτο χαμηλότερο ποσοστό επενδύσεων, δηλαδή τα σχετικά ως προς την αμοιβή της εργασίας ήδη υψηλά κέρδη, τελικά δεν επενδύθηκαν στον ανάλογο βαθμό. Έτσι, αν ακολουθηθεί το νεοφιλελεύθερο δόγμα για μείωση των φόρων επί του κεφαλαίου, το πιθανότερο είναι ότι ούτε περισσότερες επενδύσεις θα υπάρξουν αλλά ούτε και περισσότερες και “καλύτερα αμειβόμενες” θέσεις εργασίας.
Η βελτίωση της σχέσης κεφαλαίου-εργασίας, δηλαδή πιο καλά αμειβόμενες θέσεις εργασίας, μπορεί να προκύψει μόνο με τους αγώνες των εργαζομένων και από την πλευρά της κυβέρνησης, με πολιτικές υποστήριξης της εργασίας και του κοινωνικού κράτους. Όπως έδειξαν τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ (2019) για τη μείωση των ανισοτήτων στη χώρα (δείκτες GINI και S80/S20) και τα τελευταία στοιχεία της EUROSTAT για τη σχέση κεφαλαίου-εργασίας όπου ο σχετικός δείκτης σημείωσε άνοδο από 0,62 το 2015 σε 0,64 το 2018, οι πολιτικές αυτές αν ακολουθηθούν με συνέπεια και επιμονή, ακόμα και σε αντίξοες οικονομικά και πολιτικά συνθήκες, τελικά αποδίδουν.
Shaikh, A. (2016) Capitalism: Competition, Conflict, Crises, Oxford University Press, New York.
ΕΛΣΤΑΤ (2019) Δελτίο τύπου 21/6/2019: Οικονομική ανισότητα, Ελληνική Στατιστική Αρχή, Διαθέσιμο στο http://www.statistics.gr/documents/20181/4097e78d-15f6-e7ee-c88a-f6d83607b19c
(*) Ο Δημήτρης Φουτάκης είναι διδάκτορας οικονομικής και περιφερειακής ανάπτυξης και διδάσκει Οικονομική Γεωγραφία και Περιφερειακή Ανάπτυξη στο ΔΙΠΑΕ.
Υποψήφιος βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ (υποστηριζόμενος από τους Οικολόγους Πράσινους) στην Α’ Θεσσαλονίκης