Οι Οικολόγοι Πράσινοι για την Συνταγματική Αναθεώρηση: Αναθεωρώντας το άρθρο 24 από τον παράθυρο;
1. Στις δύο προηγούμενες συνταγματικές αναθεωρήσεις, των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή, κεντρικό διακύβευμα για τον οικολογικό χώρο ήταν η μάχη για την υπεράσπιση του άρθρου 24 για την προστασία των δασών και του περιβάλλοντος) αλλά και του άρθρου 100, όπου οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ προσπαθούσαν να αφαιρέσουν από τα τακτικά δικαστήρια τη δικαιοδοσία να κρίνουν τη συνταγματικότητα των ψηφισμένων νόμων, και να τη μεταφέρουν σε Συνταγματικό Δικαστήριο που θα χειριζόταν τέτοια θέματα κατ΄ αποκλειστικότητα. Και στις δύο αναθεωρήσεις, του 2000-1 και του 2007-8, το οικολογικό κίνημα υπερασπίστηκε τα δυο αυτά άρθρα με επιτυχία, κερδίζοντας και μεγάλο μέρος της κοινωνίας, παρόλη την αντίθετη ισχυρή πολιτική βούληση των τότε κυβερνήσεων.
2. Κύριο διακύβευμα για τα συγκεκριμένα άρθρα, ήταν οι αποφάσεις και η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας (και κυρίως του Ε’ Τμήματός του, αρμόδιου για ζητήματα περιβάλλοντος) που σε εκατοντάδες περιπτώσεις έκαναν δεκτές προσφυγές από περιβαλλοντικές οργανώσεις και πρωτοβουλίες πολιτών και ακύρωναν δικαστικά αντιπεριβαλλοντικές αποφάσεις της Δημόσιας Διοίκησης, αλλά και της ίδιας της Βουλής. Θεμέλια της νομολογίας αυτής ήταν το άρθρο 24 του Συντάγματος, οι διεθνείς συμφωνίες για το περιβάλλον (από το Ρίο και μετά), η ευρωπαϊκή περιβαλλοντική νομοθεσία, αλλά και η βάσιμη αντίληψη ότι η περιβαλλοντική βιωσιμότητα αποτελούσε νομικά δεσμευτική επιταγή για όλα τα κέντρα εξουσίας, αντίληψη που αποκρυσταλλώθηκε σε σειρά 12 κατευθυντήριων αρχών στη νομολογία του ΣτΕ:
– δημόσιος χαρακτήρας της περιβαλλοντικής έννομης τάξης,
– βιωσιμότητα,
– φέρουσα ικανότητα,
– υποχρεωτική αποκατάσταση διαταραγμένων οικοσυστημάτων,
– βιοποικιλότητα,
– κοινή φυσική κληρονομιά,
– περιορισμένη ανάπτυξη στα εύθραυστα οικοσυστήματα,
– χωρικός σχεδιασμός,
– πολιτιστική κληρονομιά,
– βιώσιμο αστικό περιβάλλον,
– αισθητική αξία της φύσης,
– περιβαλλοντική επίγνωση.
Οι αρχές αυτές συγκέντρωσαν και ευρύτατη διεθνή αναγνώριση: Η ίδια η Κομισιόν εξέδωσε στα αγγλικά το σχετικό βιβλίο-παρουσίαση του Γ.Δεκλερή, με πρόλογο του προέδρου της Ζ. Σαντέρ. Αντίστοιχα το 2007-8 ο Στ. Δήμας, ως εν ενεργεία Ευρωπαίος Επίτροπος για το περιβάλλον, υπερασπίστηκε δημόσια τη μη αναθεώρηση των άρθρων 24 και 100 με αρθρογραφία του στον ελληνικό τύπο, σε σύγκρουση μάλιστα με την τότε κυβέρνηση Καραμανλή που τον είχε υποδείξει για την Κομισιόν.
3. Η νομολογία του ΣτΕ ερχόταν διαχρονικά σε ευθεία σύγκρουση με ισχυρά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Μεγάλο μέρος του επιχειρηματικού κόσμου, αλλά και αρκετά μικρά και μεσαία συμφέροντα, έβλεπαν και βλέπουν ως σοβαρή πηγή κερδών καταστάσεις όπως δυνατότητα βίαιων αλλαγών στις χρήσεις γης δασικών ή προστατευόμενων περιοχών, παράκαμψη της πολεοδομικής και περιβαλλοντικής νομοθεσίας, αδιαφανείς «εξυπηρετήσεις» από την αυτοδιοίκηση και την κεντρική εξουσία. Επιπλέον, το πολιτικό σύστημα είχε συνηθίσει να θεωρεί τον εαυτό του αυθεντικό εκφραστή και ερμηνευτή του Συντάγματος, φθάνοντας να πιστεύει ότι η ψήφιση από τη Βουλή ακόμη και μιας μεταμεσονύκτιας χαριστικής τροπολογίας, αρκούσε για να καλύψει τα τυχόν προβλήματα συνταγματικότητας του περιεχομένου της. Η διαχρονική επιμονή του πολιτικού συστήματος να αναθεωρήσει τα άρθρα 24 και 100 και να απαλλαγεί από τη νομολογία του ΣτΕ, δείχνει την πάγια αδυναμία του να σκεφτεί μακροπρόθεσμα και να αποδεχθεί τις αρχές της βιωσιμότητας, αλλά και την απροθυμία του να λειτουργήσει στο πλαίσιο ενός πραγματικού Κράτους Δικαίου.
4. Πρόταση για αναθεώρηση του άρθρου 100 του Συντάγματος, με αφαίρεση από το ΣτΕ του ελέγχου συνταγματικότητας των ψηφισμένων νόμων, έχει κατατεθεί και για την τωρινή αναθεώρηση, στην «Πρόταση για την Αναθεώρηση του Συντάγματος» που δημοσιοποιήθηκε στις 27.3.2017 από επιτροπή 6 συνταγματολόγων και πολιτικών επιστημόνων. Η επιτροπή είχε συγκροτηθεί με κυβερνητική πρωτοβουλία και συμμετοχή δύο εν ενεργεία υπουργών (Χρ.Βερναρδάκης και Γ.Κατρούγκαλος), στοιχείο που δείχνει ότι οι προτάσεις της αποτυπώνουν κατ’ αρχή κυβερνητικούς προσανατολισμούς. Στον άξονα «για την ισχυροποίηση του Κράτους Δικαίου» η επιτροπή αναφέρει ότι «Προτείνεται, ως αποτελεσματικότερη μορφή συνδυασμού του διάχυτου ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων η εξής διαδικασία: όταν οποιοδήποτε δικαστήριο κρίνει διάταξη νόμου αντισυνταγματική, υποχρεώνεται να αναστέλλει την έκδοση οριστικής απόφασης και να παραπέμπει το ζήτημα στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο, το οποίο θα αποφαίνεται με δεσμευτική δύναμη για όλα τα δικαστήρια (άρθρο 100 παρ. 5). Με αυτόν τον τρόπο κατοχυρώνεται η δυνατότητα όλων των δικαστηρίων να συνεχίζουν να ελέγχουν τη συνταγματικότητα των νόμων, αλλά επιταχύνεται σημαντικά η σχετική διαδικασία και αποφεύγεται ο κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων».
5. Αν η τωρινή πρόταση αναθεώρησης υιοθετηθεί με αυτή τη μορφή, το ΣτΕ δε θα έχει πια δικαιοδοσία να κρίνει τη συνταγματικότητα όσων ρυθμίσεων έχουν ψηφιστεί από τη Βουλή: θα μπορεί μόνο να θέτει σχετικό ερώτημα προς το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο. Στο τελευταίο μετέχουν, σύμφωνα με το άρθρο 100 του Συντάγματος, οι πρόεδροι του ΣτΕ, του Άρειου Πάγου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου, 4 σύμβουλοι Επικρατείας και 4 αρεοπαγίτες, καθώς και 2 καθηγητές Νομικής. Από αυτούς, οι τρεις πρόεδροι των ανωτάτων δικαστηρίων ορίζονται από την κυβέρνηση (ή από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας με προσυπογραφή του αρμόδιου υπουργού, όπως προτείνεται για την αναθεώρηση), ενώ τα υπόλοιπα μέλη με κλήρωση και διετή θητεία. Στη σύνθεση αυτή, οι πιθανότητες να μετέχει έστω και ένα μέλος του Ε’ Τμήματος του ΣτΕ είναι μάλλον αμελητέες. Αντίθετα η (διορισμένη) ηγεσία της δικαιοσύνης αποτελεί το 23% των μελών του δικαστηρίου, ενώ άλλο ένα 30% των μελών είναι αρεοπαγίτες, εξειδικευμένοι εξ ορισμού στο αστικό και ποινικό δίκαιο και στην κατά γράμμα ερμηνεία των νόμων και του Συντάγματος. Ζήτημα τύχης είναι, τέλος, το πεδίο εξειδίκευσης των δύο καθηγητών Νομικής. Τουλάχιστον 70% των μελών του δεν θα έχει την παραμικρή εξοικείωση με τις 12 αρχές που επικαλείται σήμερα το ΣτΕ ως ερμηνευτικό πλαίσιο για την επιβολή του άρθρου 24 του Συντάγματος για την προστασία του περιβάλλοντος: χωρίς τις αρχές αυτές, όμως, το άρθρο 24 θα έχει την ίδια περίπου πρακτική δεσμευτικότητα με το άρθρο 22 που ορίζει ότι «η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος». Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο θα αποτελεί λοιπόν κατά τεκμήριο ένα περιβάλλον με πολύ μεγαλύτερη «κατανόηση» προς την εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Επιπλέον, ως ανώτατο δικαστήριο, θα έχει απόλυτη δικαιοδοσία να απορρίπτει και/ή να αντιστρέφει οποιοδήποτε σημείο της μέχρι τώρα νομολογίας του ΣτΕ. Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο έχει πάντως και σήμερα αρμοδιότητα ελέγχου της συνταγματικότητας νόμων, αλλά μόνο όπου υπάρχουν αντικρουόμενες αποφάσεις του ΣτΕ και του Άρειου Πάγου: τέτοιες περιπτώσεις είναι όμως εξαιρετικά σπάνιες.
6. Σε μια τέτοια περίπτωση, το ΣτΕ θα μπορεί να συνεχίσει τη νομολογία του μόνο στις περιπτώσεις απλών διοικητικών πράξεων που δε θα κυρώνονται με νόμο της Βουλής. Για τα υπόλοιπα, το ΣτΕ θα έχει δικαιοδοσία μόνο να παραπέμπει το θέμα συνταγματικότητας στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και να ευθυγραμμίζεται με την κρίση εκείνου. Πρακτικά θα υπάρξουν δύο μεγάλες κατηγορίες ρυθμίσεων με μεγάλη πολιτική πίεση να «θωρακίζονται» νομοθετικά από τη Βουλή (συνήθως με εμβόλιμα άρθρα ή με τροπολογίες) προκειμένου να παρακάμπτεται η «ενοχλητική» νομολογία του ΣτΕ: ρυθμίσεις για επενδυτικά σχέδια (με ή χωρίς εισαγωγικά), αλλά και ρυθμίσεις που ενδιαφέρουν μεγάλες ομάδες συμφερόντων με ισχυρή πρόσβαση στο πολιτικό σύστημα, όπως κυνηγοί ή αυθαίρετοι οικιστές. Και στα υπόλοιπα, όμως, η νομολογία του ΣτΕ, που ήδη από το ξέσπασμα της κρίσης δεν είναι πια αυτή που ήταν πριν, θα διαβρώνεται σταδιακά από την πίεση της νέας νομολογίας του Ανώτατου Ειδικού Δικαστηρίου.
7. Για το ευρύτερο οικολογικό κίνημα, μια τέτοια αναθεώρηση θα ήταν η καταλυτική αναίρεση ενός από τα κυριότερα όπλα του της τελευταίας 25ετίας: της δυνατότητας να σταματά αντιοικολογικά σχέδια, με νομικά μέσα. Αν προχωρήσει κάτι τέτοιο, δε θα πρόκειται για μεμονωμένη ήττα όπως με το Ελληνικό, αλλά θα αφορά δυνητικά (σχεδόν) τα πάντα για το εγγύς και το απώτερο μέλλον. Για να μείνουμε σε ένα μόνο παράδειγμα, αν τέτοια ρύθμιση αρμοδιοτήτων υπήρχε από προηγούμενες δεκαετίες, σήμερα η εκτροπή του Αχελώου θα είχε πιθανότατα ολοκληρωθεί. Χειρότερο είναι ίσως ότι, ένα τέτοιο πλήγμα προωθείται από μια κυβέρνηση όπου μετέχουν και οικολόγοι. Μεγάλοι χαμένοι θα είναι επίσης το Κράτος Δικαίου (όπου εξασθενεί ο δικαστικός έλεγχος των άλλων δύο εξουσιών) αλλά και ο ευρωπαϊκός προσανατολισμός της χώρας: μια νομολογία που έχει δεχθεί διθυραμβικές κριτικές σε ευρωπαϊκό επίπεδο, μπαίνει στο περιθώριο. Το ίδιο συμβαίνει και με το διάχυτο δικαστικό έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων, θεσμό που θεωρείται διεθνώς πρωτοποριακός από τους προοδευτικούς νομικούς κύκλους όλης της Ευρώπης. Όλα αυτά θα καθορίσουν την πορεία και τη μορφή της χώρας για πολλές δεκαετίες.
8. Για τους Οικολόγους Πράσινους, η συγκεκριμένη πρόταση αναθεώρησης είναι επιπλέον πιθανόν να επηρεάζει τουλάχιστον 5 από τα γνωστά «22 σημεία» της συνεργασίας με το ΣΥΡΙΖΑ: κοινά αγαθά, ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον, υγροτόπους, μεγάλες δημόσιες εκτάσεις, τουριστικό μοντέλο. Η μεταφορά του ελέγχου συνταγματικότητας των νόμων σε δικαστήριο που δε θα δεσμεύεται για τις αρχές του ΣτΕ που κάνουν μέχρι τώρα το Άρθρο 24 πραγματικά δεσμευτικό και εφαρμόσιμο, ισοδυναμεί ουσιαστικά με αναθεώρηση του Άρθρου 24 από το παράθυρο. Η ανάδειξη αυτής της διάστασης, μπορεί να δημιουργήσει σοβαρό πολιτικό κόστος και να απειλήσει την κυβέρνηση με απώλεια του «ηθικού πλεονεκτήματος» και προοδευτικού προσήμου που προβάλλει για τη συνταγματική αναθεώρηση. Το ενδεχόμενο να ψηφίσουν από κοινού στην τωρινή Βουλή ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 100, θα σηματοδοτούσε ταύτιση της σημερινής κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ με τις αμαρτωλές παλαιότερες προσπάθειες των κυβερνήσεων Σημίτη και Καραμανλή. Σημειώνουμε επιπλέον ότι η συνταγματική αναθεώρηση δεν εντάσσεται στις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας, ούτε η κυβέρνηση μπορεί εδώ να επικαλεστεί πιέσεις από τους δανειστές.
Για τους λόγους αυτούς οι Οικολόγοι Πράσινοι:
– Απορρίπτουμε κατηγορηματικά κάθε πρόταση αναθεώρησης του συνταγματικού Άρθρου 100, ως επικίνδυνη αποδυνάμωση του Κράτους Δικαίου και απαράδεκτη επαναφορά σχεδίων προηγούμενων κυβερνήσεων που είχαν ματαιωθεί από τις αντιδράσεις του οικολογικού κινήματος και της κοινωνίας.
– Θα προχωρήσουμε σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες προκειμένου να πειστεί η κυβέρνηση να εξαιρέσει το Άρθρο 100 από την πρότασή της για τη συνταγματική αναθεώρηση.
– Δηλώνουμε έτοιμοι να ξεκινήσουμε επαφές με κοινωνικούς φορείς για ενημέρωση και συντονισμό δράσεων.
Αθήνα, 24 Ιουνίου 2017
Το Πανελλαδικό Συμβούλιο των Οικολόγων Πράσινων