Ο Ρήγας Τσιακίρης στο BHMA: Το δάσος που (δεν) αγαπήσαμε
O δασολόγος Ρήγας Τσιακίρης εξηγεί γιατί κάθε δραστηριότητα σχετική με τους πνεύμονες πρασίνου πρέπει να εξετάζεται κατά περίπτωση. Τι αναφέρει για τις πολιτικές επιλογές των τελευταίων δεκαετιών και τι προτείνει για την προστασία και την αξιοποίηση των δασών
Μπαίνεις μέσα σε ένα μεγάλο και βαθύσκιο δάσος από αυτά που είναι άφθονα ακόμη στη Βόρεια και στη Δυτική Ελλάδα και είναι σαν να μπήκες σε σαλόνι που δεν ξέρεις πώς να φερθείς. Καταλαβαίνεις πως κανείς δεν σε έχει προετοιμάσει γι’ αυτήν την συνάντηση. Είναι ένας τόπος με τους νόμους του, τις ετικέτες του και τις ισορροπίες του.
Αναζητώντας δείκτες υγείας
Γι’ αυτό, στην αρχή της συνομιλίας μας με τον κ. Ρήγα Τσιακίρη, δασολόγο στα Ιωάννινα, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Μεγάλη Βρετανία και διδακτορικό στο Τμήμα Βιολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, η πρώτη ερώτηση που του κάναμε ήταν ακριβώς αυτή: όταν μπαίνετε σε μια δασωμένη περιοχή ποια είναι τα πρώτα πράγματα που κοιτάζετε ώστε αυτά να λειτουργήσουν ως δείκτες για την υγεία της περιοχής αυτής;
Oπως μας είπε, δεν είναι ούτε ένα ούτε δύο αυτά που θα κοιτάξει κάποιος εξοικειωμένος με το δάσος και τις λειτουργίες του: «Κοιτάμε κατ’ αρχήν τι μπορεί να έχει κάνει ο άνθρωπος που μπορεί να εκθέσει το δάσος σε κίνδυνο! Κοιτάμε για παρανομίες όπως λαθροϋλοτομία, σκουπίδια, μπάζα, διανοίξεις δρόμων, λαθροθηρία, θηλιές που λειτουργούν ως παγίδες, αλλά νοιαζόμαστε και για την υγεία των δέντρων. Π.χ. στρες από φυσικά αίτια, ξηράνσεις, προσβολές από παθογόνα, κοιτάμε επίσης τις πηγές, το νερό και το αν υπάρχει αντιπυρική προστασία. Κοιτάμε επίσης τη βιοποικιλότητα και τους σημαντικότερους δείκτες της: την αφθονία και ποικιλία της ορνιθοπανίδας, ψάχνουμε για ίχνη παρουσίας θηλαστικών, τα μανιτάρια, τα σπάνια είδη φυτών κ.ά. έτσι ώστε να συνθέσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα».
Άνθρωπος και δάσος, άλλοτε και τώρα
Σε μια επί τόπου επίσκεψη του ΒΗΜΑ-Science σε δασωμένες εκτάσεις στο Ανατολικό Ζαγόρι, αυτό το καλοκαίρι, πριν ξεσπάσουν οι εφιαλτικές φωτιές παντού, ακούγαμε έναν παλαιό δασεργάτη να μας διηγείται το πώς ήταν η ζωή τους τα καλοκαίρια πριν από τριάντα με σαράντα χρόνια. «Τα καλοκαίρια μπαίναμε στο δάσος μαζί με τις οικογένειές μας και δουλεύαμε εκεί για καιρό. Μέναμε σε πρόχειρα καταλύματα, αλλά η δασική υπηρεσία μάς έδινε τεφτέρια του μπακάλη και βγαίναμε κάποιες φορές για να ψωνίσουμε φαγώσιμα από τα πιο κοντινά μαγαζιά για να μαγειρεύουμε στο δάσος. Μας έφερναν νερό, κάποιες φορές και καφέδες, μας φρόντιζαν από τη Δασική. Και εμείς δουλεύαμε κάνοντας καθαρισμούς και άλλες δουλειές απαραίτητες για να περάσει καλό χειμώνα το δάσος. Eτσι το προσέχαμε κιόλας και ποιος να έμπαινε να βάλει φωτιά ή να κόψει ξύλα παράνομα;».
Το δάσος ως μέρος της οικονομικής ζωής
Αυτά έχουν καταργηθεί εδώ και χρόνια, γι’ αυτό ρωτήσαμε τον κ. Τσιακίρη γιατί η Δασική Υπηρεσία δεν συνέχισε αυτή την πρακτική και η απάντησή του ήταν η εξής: «Διότι τότε τα δάση αποτελούσαν μέρος της οικονομικής ζωής των κοινοτήτων (όπως και η κτηνοτροφία και η γεωργία που εγκαταλείφθηκε επίσης σε μεγάλο βαθμό στα ορεινά). Τότε το κράτος επένδυε σε αυτά, έκανε υποδομές, μικρά έργα για την κτηνοτροφία όπως υδατοδεξαμενές, καλλιέργεια πηγών, μικρά φράγματα για την αποτροπή της διάβρωσης και των πλημμυρών, δασοδρόμους για την παραγωγή ξυλείας, καθαρισμούς της νεκρής βλάστησης για τις φωτιές, αναδασώσεις όπου το δάσος δεν μπορούσε να επανέλθει φυσικά, έργα αναψυχής. Τότε απασχολούνταν χιλιάδες και στη Δασική Υπηρεσία (σήμερα έχουν να γίνουν προσλήψεις 17 χρόνια), αλλά όλα αυτά ατόνησαν όταν το κράτος αποφάσισε ότι δεν χρειάζονται οι «δασικοί» να ασχολούνται πλέον με τις πυρκαγιές, με τις προστατευόμενες ορεινές περιοχές, με τη θήρα, με τα βοσκοτόπια… Eτσι ήρθε ο μαρασμός των εσόδων από τα δάση και του κοινωνικού τους ρόλου αλλά και η εκτόξευση των εξόδων πυρόσβεσης!».
Απλώς χρήση ή αξιοποίηση;
Στον δρόμο προς το δάσος και στην επιστροφή μάς έκανε εντύπωση ένα πλήθος κομμένων κορμών, αρκετοί σημαδεμένοι και από το Δασαρχείο, και όταν ρωτήσαμε τι θα γίνουν, οι κάτοικοι της περιοχής μας είπαν κάπως αδιάφορα, σαν να μην τους αφορούσε και πολύ το θέμα, ότι θα πάνε για παλέτες και ίσως και σε ένα εργοστάσιο κάπου πέρα στην Πίνδο, για να γίνουν πέλετ, καύσιμη ύλη δηλαδή για τις σόμπες. Αναρωτηθήκαμε αν τους αξίζει μια τέτοια τύχη. Δεν υπάρχει κάποια άλλη χρήση αυτής της ξυλείας, ευγενέστερη και πλέον αποδοτική οικονομικά; Ο κ. Τσιακίρης μας είπε ότι «σίγουρα υπάρχουν πολλοί τρόποι. Η ελληνική ξυλεία είναι συχνά άριστης ποιότητας για συγκεκριμένες χρήσεις και κάποτε είχε και εξαγωγικό προφίλ. Ομως στο σύγχρονο παγκόσμιο οικονομικό περιβάλλον χρειάζεται πιστοποίηση, έρευνα, επένδυση στην καινοτομία, σε ένα υλικό που αναμφισβήτητα θα είναι το υλικό του μέλλοντος (λόγω της απορρόφησης και μείωσης του αποτυπώματος άνθρακα). Για παράδειγμα, κοιτάξτε τα έπιπλα που γίνονται από μικρά τεμάχια ξυλείας που κάνουμε εισαγωγή από τις προηγμένες τεχνολογικά χώρες. Για αυτό χρειάζεται εξειδικευμένη εκπαίδευση, επενδύσεις σε σχετικές υποδομές που θα δώσουν όμως αποτελέσματα όχι μέσα στην επόμενη προεκλογική περίοδο… Βλέπετε στα δάση σχεδιάζουμε με ορίζοντα τουλάχιστον 20ετίας και αυτό δεν αρέσει στους πολιτικούς, που θέλουν πολύ πιο… κοντινούς ορίζοντες».
Ανάγκη προσαρμογής των δραστηριοτήτων
Και τώρα, ενώ ακόμη βγαίνουν καπνοί από τα καμένα, θα μπουν μηχανήματα που θα αρχίσουν να κόβουν τους καρβουνιασμένους κορμούς; Η άποψη του συνομιλητή μας είναι πως αυτό δεν πρέπει να γίνεται πάντα: «Συχνά η διατάραξη π.χ. από μηχανήματα μπορεί να είναι καταστροφική για τη φυσική αναγέννηση. Κάποτε όμως, όταν έχει μεγάλες κλίσεις, χρειάζεται να κόβονται κάποια δέντρα και να τοποθετούνται ως κορμοπλέγματα για την αποφυγή της διάβρωσης. Εξαρτάται από την κάθε περιοχή, το ανάγλυφο, την ένταση της φωτιάς, εάν έχουν διασωθεί κορυφές από ώριμα δέντρα που θα «σπείρουν» τους καρπούς τους, ή εάν τα καμένα δέντρα και οι θάμνοι μπορούν να βλαστήσουν ξανά από τις ρίζες τους κ.ά. Στη φύση δεν είναι εύκολο να λες «ναι» ή «όχι» αλλά να προσαρμόζεις τη δραστηριότητά σου ανάλογα με την κάθε περίπτωση».
«Δεν καταλαβαίνει από καλό ή κακό»
Τα καυσόξυλα πάντως θα πλημμυρίσουν σε λίγο τα μαγαζιά των μεγάλων πόλεων. Και έχει συμβεί και κάτι αρκετά περίεργο. Όπως γράφτηκε: «Φθηνότερα έως και 25% συγκριτικά με την προηγούμενη χρονιά θα προμηθεύονται οι ξυλέμποροι και κατ’ επέκταση οι πολίτες όλης της χώρας ορισμένες κατηγορίες και είδη δασικών προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής, σύμφωνα με απόφαση του υφυπουργού Περιβάλλοντος και Ενέργειας». Ρωτήσαμε λοιπόν τον κ. Τσιακίρη αν αυτό είναι καλό ή κακό για το δάσος.
«Το δάσος δεν καταλαβαίνει από καλό και κακό» μας απάντησε και συνέχισε: «Είναι «καλύτερο» για τους εμπόρους και την αλυσίδα παραγωγής αλλά τα έσοδα του κράτους και των δήμων θα μειωθούν. Στο δάσος ίσως οι πιέσεις για λαθραία καυσόξυλα να είναι μικρότερες, αυτό εξαρτάται πολύ από τις ιδιαιτερότητες κάθε περιοχής. Oμως η ουσία είναι ότι το να καίμε ακόμη (έστω και φθηνότερα) καυσόξυλα είναι εντελώς πρωτόγονο (και από την άποψη του συντελεστή απόδοσης καταστροφικά χαμηλό), όταν θα έπρεπε να επενδύσουμε στη μόνωση, στην αυτο-παραγωγή ρεύματος με ηλιακά πάνελ, στην παθητική γεωθερμία, στη σύγχρονη τεχνολογία ψύξης-θέρμανσης κ.τ.λ. Η πολιτική μείωσης των φόρων είναι απλά πολιτική χωρίς μακρόπνοο όραμα».
Με τον τρόπο της φύσης
Όπως μαθαίνει όποιος σκεφθεί να απευθύνει στοιχειώδεις ερωτήσεις στους ειδικούς, στην Ελλάδα ακολουθούμε εδώ και δεκαετίες τη «φυσική δασοπονία», επιλέγουμε να αφήνουμε το δάσος να αναγεννιέται μόνο του, είτε από τον σπόρο των μητρικών δέντρων είτε από τα πρέμνα (το υπόλειμμα δηλαδή του κορμού μετά την κοπή) είτε από τις ρίζες τους. Και έτσι καταλαβαίνουμε γιατί η Πάρνηθα θα είναι δύσκολο να αποκτήσει ξανά εκτεταμένα ελατοδάση και γιατί τα πλατάνια λιγοστεύουν από την ασθένεια του μεταχρωματικού έλκους, που μπορεί τελικά να τα αφανίσει σε όλη τη χώρα.
Υπάρχουν βέβαια και άλλα θέματα που όταν σου τα εξηγήσει κάποιος πιο ειδικός αλλάζει ο τρόπος να τα βλέπεις. Oπως είναι ο πεσμένοι κορμοί στο δάσος, τα μυρμήγκια στα δέντρα, οι αρκούδες και οι λύκοι που αρχίζουν οι πληθυσμοί τους να αναγεννιούνται. Όλα αυτά είναι κάτι καλό ή κάτι κακό;
Εξαρτάται ανά περίπτωση
Για τον συνομιλητή μας τα προηγούμενα δεν πρέπει να τίθενται με αυτόν τον τρόπο. «Για τους κορμούς θα σας έλεγα πως εξαρτάται από το πού κάνετε τη βόλτα σας. Το νεκρό ξύλο είναι ζωή για το δάσος και οι κορμοί πρέπει να μένουν εκεί που είναι γιατί επιτελούν έναν εξαιρετικό οικολογικό ρόλο αφού φιλοξενούν εκατομμύρια οργανισμούς, από τους δρυοκολάπτες, μέχρι τα ξυλοσηπτικά μανιτάρια, τα έντομα, τους μικροοργανισμούς και στο τέλος γίνονται ένα με το έδαφος. Ομως μέσα σε ένα αστικό περιβάλλον, ή ένα ξηρό μεσογειακό δάσος, ίσως είναι πρόβλημα (ιδιαίτερα εάν είναι εύφλεκτοι) και αυτό όχι πάντα. Εξαρτάται βέβαια και από το είδος του δέντρου, αλλά γενικά εκεί προτιμάμε να τα απομακρύνουμε για λόγους ασφαλείας. Oσον αφορά τα διάφορα ζώα του δάσους, αυτά είναι το ίδιο το δάσος! Εκατομμύρια χρόνια συμβίωσης τα έκαναν αδιαχώριστα και έτσι δεν υπάρχει «καλό» ή «κακό». Το κάθε πλάσμα είναι μέρος μιας μεγάλης κοινότητας, της δασοβιοκοινότητας, αλληλένδετα όλα με απίθανους τρόπους που η επιστήμη σιγά-σιγά ανακαλύπτει. Το «καλό» και το «κακό» (αναφορικά με την αύξηση του πληθυσμού της αρκούδας για παράδειγμα) είναι υποκειμενικές έννοιες και συχνά έχουν μόνο βραχυπρόθεσμη οικονομική σημασία για τους ανθρώπους. Φυσικά είναι απαράδεκτο να γίνονται μεγάλα έργα μέσα στα δάση χωρίς να προβλέπουμε σωστά μέτρα μετριασμού της επίδρασής τους στο φυσικό περιβάλλον, γι’ αυτόν τον λόγο τώρα γίνονται έργα αποτροπής συγκρούσεων με τα θηλαστικά, πράσινες γέφυρες κ.τ.λ., αφού ήδη έχουν σκοτωθεί πολλά ζώα στους δρόμους και έχουν κινδυνεύσει χιλιάδες ζωές. Χρειάζεται να σχεδιάζουμε στον «δρόμο της φύσης» και όχι ενάντια στη φύση!».
Τι θα μπορούσε να γίνει
Αυτή η ζηλευτή δασοβιοκοινότητα καταστρέφεται στις ημέρες μας με τις πυρκαγιές, και το να αγοραστούν περισσότερα πυροσβεστικά εναέρια μέσα δεν θα ήταν η λύση. Ρωτήσαμε τον συνομιλητή μας αν ήταν υπερυπουργός δασών με τι θα άρχιζε για να βάλει τέλος στην αιμορραγία. Και το πρώτο που μας απάντησε ήταν ότι δεν υπάρχει «αιμορραγία» δασών. Για να συμπληρώσει στη συνέχεια: «Τα δάση (συνολικά) αυξάνονται στη χώρα, όσο και εάν αυτό φαίνεται παράδοξο. Αρκεί να δείτε τις αεροφωτογραφίες των δασικών χαρτών το έτος 1945 και σήμερα. Πράγματι αιμορραγούν κάποια δάση, κυρίως τα εύφλεκτα, κοντά στις παράλιες ζώνες, στους υγρότοπους και στα ποτάμια, στη ζώνη μείξης οικισμών – δάσους και κάποια σπάνια δάση όπως τα απομονωμένα ελατοδάση στη Νότια Ελλάδα που δύσκολα θα αναγεννηθούν ξανά με τις κλιματικές αλλαγές που ζούμε εάν καούν. Τι θα έκανα; Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις, θα εφάρμοζα όμως την πρώτη Εθνική Στρατηγική για τα Δάση του 2018 που αποτέλεσε κοινό τόπο επιστημόνων και πολιτών και έχει ορίζοντα 20ετίας και θα προχωρούσα άμεσα σε «παραγωγικές αναδασώσεις» με ήμερα και άγρια καρποφόρα και οπωροφόρα δέντρα, αντικαθιστώντας όπου είναι δυνατόν τα πεύκα με χαρουπιές και άλλα τέτοια δέντρα, για να επαναδημιουργηθούν τα γνωστά μας αγρο-δασο-λιβαδικά παραγωγικά τοπία των νησιών και της ορεινής Ελλάδας. Να δώσω κίνητρα να ασχοληθεί ξανά ο κόσμος επαγγελματικά στην ύπαιθρο, ιδίως οι κτηνοτρόφοι με την εκτατική κτηνοτροφία μικρής κλίμακας (με γίδια, πρόβατα, τοπικές φυλές αγελάδων) στη βάση της αειφορίας και της βοσκοϊκανότητας κάθε περιοχής. Αυτά τα επαγγέλματα θεωρήθηκαν παλαιότερα «εχθροί» του δάσους, ιδιαίτερα όταν λειτουργούσαν ανεξέλεγκτα, αλλά σήμερα μπορούν να αποτελέσουν τους αληθινούς φρουρούς του! Το γνωρίζω καλά από τη δουλειά μου ότι οι νέοι θέλουν, αλλά σήμερα κυρίως επιδοτούνται για να κάνουν νέες πτηνοτροφικές μονάδες, με χιλιάδες κοτόπουλα που τρέφονται με σόγια από τα αποψιλωμένα δάση του Αμαζονίου! Επιπλέον χρειαζόμαστε έναν «αντιπυρικό» νόμο για την προστασία κατοικιών και οικισμών, σε αντιστοιχία με τον αντισεισμικό, κάτι για το οποίο θα ακούσετε περισσότερα στο άμεσο μέλλον».