Αθήνα, Ιανουάριος 2012 – Η Ελλάδα μετά από την Σύνοδο Κορυφής της 8-9 Δεκεμβρίου 2011
Η Σύνοδος της 8-9 Δεκεμβρίου εμφανίζοντας ως λύση, την Γερμανό-Γαλλική εκδοχή για άλλη μία φορά επέλεξε να μην δώσει απάντηση στην κρίση χρέους και ρευστότητας της Ευρωζώνης.
Η γερμανογαλλική συμφωνία δημιουργεί ασφυκτικό περιβάλλον και τριγμούς στην πορεία ενοποίησης της Ευρώπης χαρακτηριστική είναι η αντίδραση της Βρετανίας και η επιφύλαξη της Σουηδίας. Πρόκειται για εξελίξεις που περισσότερο καταστρέφουν την Ευρώπη, παρά την ολοκληρώνουν παρά τον διακυβερνητικό χαρακτήρα της λήψης της απόφασης.
Οι καταστροφικές για την Ευρώπη πολιτικές των ευρωπαϊκών ηγεσιών εκπορεύονται από το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο λειτουργίας, το οποίο εξυπηρετεί αποκλειστικά τις επιλογές και τα συμφέροντα του χρηματιστηριακού κεφαλαίου και των τραπεζών. Ενώ ένας ιδιότυπος Γερμανικός εθνικισμός, επιτρέπει στη Γερμανία να εκμεταλλεύεται πολιτικά την οικονομική της δύναμη και να κυριαρχεί στις αποφάσεις της ΕΕ, αναιρώντας στην πράξη την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και τους δημοκρατικούς ευρωπαϊκούς θεσμούς, αλλά και κεκτημένα όπως η διαβούλευση πριν τη λήψη των αποφάσεων.
Στη Σύνοδο έγινε φανερή μια τριπλή αποτυχία της στάσης της ΕΕ και των ηγετών της:
1. Έλλειψη αξιόπιστης ευρωπαϊκής οικονομικής στρατηγικής. Με αφετηρία την περίπτωση της Ελλάδας, οι ηγέτες της Ευρωζώνης καθιερώνουν σε πανευρωπαϊκό επίπεδο τη λιτότητα ως μόνη συνταγή απέναντι στην κρίση έναντι της έμπρακτης βοήθειας και αλληλεγγύης των ισχυρών του ευρώ προς τους αδύναμους του νότου . Οι ισοσκελισμένοι προϋπολογισμοί όμως με δημοσιονομική πειθαρχία και λιτότητα δεν φαίνεται να είναι το αντίδοτο στην κρίση. Χαρακτηριστικό είναι πως η Ιρλανδία, η Ισπανία και η Πορτογαλία αν και δεν αντιμετώπιζαν σημαντικά ελλείμματα στους προϋπολογισμούς τους σήμερα είναι και αυτές θύματα αυτής της ίδιας κρίσης που διαλύει την χώρα μας. Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως με τέτοιους όρους πιθανόν θα ήταν ανέφικτη η επανένωση της Γερμανίας τη δεκαετία του ’90. Μια πραγματική στρατηγική δημοσιονομικής ένωσης θα περιελάμβανε μέτρα ενίσχυσης των ισχυρών πλεονασματικών χωρών του ευρώ προς τις αδύναμες χώρες του νότου και συντονισμένα μέτρα για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής , της διαφθοράς και θα προχωρούσε σε μια πιο δίκαιη κατανομή βαρών που θα περιλάμβανε και το χρηματοπιστωτικό τομέα και τις πολυεθνικές επιχειρήσεις. Η απουσία αυτή δεν αφήνει περιθώριο στα κράτη μέλη να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους παρά μόνο μέσα από περικοπές δαπανών που βαθαίνουν την ύφεση και εκτινάσσουν την ανεργία σε επίπεδα πρωτόγνωρα. Οι οικονομικές κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις της εμμονής στη λιτότητα είναι ήδη εμφανείς: Η Ευρώπη κυλά στην ύφεση και οι ανισότητες εντείνονται.
2. Αδυναμία προστασίας των κρατικών χρεών και των χωρών της ευρωζώνης απέναντι στις αγορές. Η απόφαση της Συνόδου δεν καταφέρνει να αναχαιτίσει την επίθεση των κερδοσκόπων απέναντι στο ευρώ. Άλλωστε, δυο βδομάδες αργότερα δεν έχει φανεί κάτι τέτοιο. Για την αποκατάσταση εμπιστοσύνης και της ουσιαστικής πιστοληπτικής ικανότητας των χωρών που έχουν πληγεί άμεσα από την κρίση αυξάνοντας συνεχώς τα χρέη τους, χρειάζεται μια αξιόπιστη εγγύηση ρευστότητας. Το Συμβούλιο δεν επέτρεψε τελικά στην ΕΚΤ να αναλάβει έναν τέτοιο ρόλο, είτε άμεσα είτε μέσω ενός EFSF εφοδιασμένου με άδεια να μπορεί να λειτουργεί ως τράπεζα. Παράλληλα, στην απόφαση δεν υπάρχει καμία αναφορά σε Ευρωομόλογα ( με βάθος χρόνου και με χαμηλό επιτόκιο) που θα αποτελούσαν ένα καθοριστικό βήμα προς μια βιώσιμη λύση καθώς δημιουργούν συνθήκες αναχαίτισης της ύφεσης και δυνατότητα στροφής στην πραγματική οικονομία. Τελικά η ΕΚΤ συνεχίζει να αποτελεί τελευταίο καταφύγιο δανεισμού μόνο για τις τράπεζες.
3. Υπονόμευση των δημοκρατικών διαδικασιών στην Ευρώπη. Πρόκειται βέβαια για την πιο ανησυχητική εξέλιξη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Στα εθνικά κοινοβούλια απομένει ο ρόλος της επικύρωσης αποφάσεων και δεσμεύσεων που έχουν συμφωνηθεί πίσω από κλειστές πόρτες, κι αυτό μάλιστα υπό τον έλεγχο του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Παρόμοιος ρόλος απομένει και για το Ευρωκοινοβούλιο που ουσιαστικά παραγκωνίζεται στη λήψη αποφάσεων και τον έλεγχό της. Η Ευρώπη προφανώς χρειάζεται μεταρρυθμίσεις, αυτές όμως πρέπει να προέρχονται από διαδικασίες που δεν στερούνται δημοκρατικής νομιμοποίησης και να στοχεύουν στη δημιουργία της Ευρώπης της Αλληλεγγύης.
Από την αρχή θέση μας ήταν πως για βιώσιμη διέξοδο από την κρίση, η δημοσιονομική σταθερότητα πρέπει απαραίτητα να συνοδεύεται από έμπρακτη αλληλεγγύη. Αυτό δεν προκύπτει μόνο από κάποια ιδεολογική θέση αλλά και από τη γνώση του ότι η δημοσιονομική πειθαρχία από μόνη της δεν επαρκεί για μια διέξοδο από την κρίση.
Η Σύνοδος επί της ουσίας αποφάσισε σκληρούς κανόνες δημοσιονομικής πειθαρχίας χωρίς αλληλεγγύη, ένα αποτέλεσμα εντελώς μονομερές που απλά δεν πρόκειται να λειτουργήσει.
Καταρχάς γιατί οι πολιτικές λιτότητας οδηγούν στην οικονομική συρρίκνωση, ακυρώνοντας έτσι στην ουσία τα όποια αναμενόμενα λογιστικού τύπου οφέλη της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Ταυτόχρονα, σήμερα χρειαζόμαστε κατάλληλες και στοχευμένες επενδύσεις με στόχο την τόνωση της απασχόλησης και την δημιουργία θέσεων εργασίας, όχι λιτότητα: Βασικό αίτιο της κρίσης είναι το ότι οι χώρες που αντιμετωπίζουν τώρα προβλήματα υιοθέτησαν ένα μοντέλο βασισμένο στο δανεισμό ενώ η Γερμανία κέρδιζε ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα μέσω της εσωτερικής υποτίμησης που εφάρμοζε μέσω της συγκράτησης των αμοιβών. Τα μεγάλα εμπορικά ελλείμματα στις χώρες που σήμερα πλήττονται αποτέλεσαν σημαντική παράμετρο αύξησης και των δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Το ευρώ επομένως δεν πρόκειται να σταθεί αν δεν γίνει προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ του πλεονάσματος των ισχυρών χωρών και των ελλειμμάτων του νότου αν δεν υπάρξει τόνωση της ζήτησης στη Γερμανία και σε παρόμοιες χώρες και συντονισμένες επενδύσεις σε χώρες του Νότου.
Κυρίως, οι στόχοι μακροχρόνιας διατήρησης πρωτογενών πλεονασμάτων στους προϋπολογισμούς που απαιτούνται από χώρες όπως η Ελλάδα ή η Πορτογαλία, είναι εντελώς μη ρεαλιστικοί. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, ακόμα και μετά το κούρεμα, ακόμα και με σχετικά εναρμονισμένα επιτόκια, υποθέτοντας μέσο όρο ανάπτυξης 2%, η Ελλάδα θα πρέπει για χρόνια να εμφανίζει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 5,2%. Πρόκειται για κάτι που δεν έχει συμβεί στην οικονομική ιστορία. Στον ΟΟΣΑ ελάχιστες χώρες το έχουν καταφέρει για ελάχιστα συνεχόμενα χρόνια και αυτό την περίοδο του «ιντερνετικού μπουμ» γύρω στο 2000.
Για μια στρατηγική βιώσιμης εξόδου της Ευρώπης και της Ευρωζώνης από την κρίση, πιστεύουμε πως απαραίτητες είναι οι εξής προϋποθέσεις:
1. Συντονισμένη πολιτική επενδύσεων, ιδίως στις χώρες του Νότου και με έμφαση στην στροφή σε ένα πράσινο ενεργειακό μοντέλο. Πρόσθετο όφελος από ένα τέτοιο πρόγραμμα θα είναι και η ισχυροποίηση των ευρωπαϊκών οικονομιών λόγω απεξάρτησης από τα -κυρίως εισαγόμενα- ορυκτά καύσιμα και μείωση της εκροής πόρων για εισαγωγή ενέργειας.
2. Η ΕΕ δε χρειάζεται να συνεργάζεται μόνο στον τομέα των δημόσιων δαπανών αλλά και στον τομέα των δημόσιων εσόδων. Η ολοκλήρωση της νομισματικής-δημοσιονομικής ένωσης άλλωστε προϋποθέτει κάτι τέτοιο. Πρέπει επομένως να αντιμετωπιστεί η εκροή κεφαλαίων και η φοροδιαφυγή τόσο από επιχειρήσεις όσο και από άτομα. Εκτιμάται πως πλούσιοι Έλληνες έχουν στο εξωτερικό κεφάλαια ύψους 150-200 δις ευρώ. Η ΕΕ οφείλει να ενεργήσει συντονισμένα και προς όφελος όλων των κρατών μελών για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και των φορολογικών παραδείσων. Οι κρυμμένες περιουσίες πρέπει να αναλάβουν κυρίως το κόστος της εξισορρόπησης των προϋπολογισμών.
3. Λύση δεν θα βρεθεί όσο υπάρχουν σημαντικές διαφορές στα επιτόκια δανεισμού μεταξύ χωρών της Ευρωζώνης. Πραγματική δημοσιονομική ένωση προϋποθέτει τη δυνατότητα πρόσβασης όλων των χωρών σε σχετικά φτηνό χρήμα προκειμένου να είναι σε θέση να κάνουν απαραίτητες επενδύσεις. Με τα ευρωομόλογα, χώρες που αντιμετωπίζουν δυσκολίες και που έχουν μπει σε τροχιά εκσυγχρονισμού των οικονομιών και της διοίκησής της, θα μπορούν να έχουν πρόσβαση σε χαμηλότοκο μακροχρόνιο δανεισμό. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να δημιουργηθεί μια ισχυρή αγορά «ομολόγων έργου» για τη χρηματοδότηση πράσινων επενδύσεων. Τα παραπάνω θα πρέπει να καλύπτονται από κοινές εγγυήσεις των κρατών μελών.
Για ορισμένες από τις παραπάνω αλλαγές που προτείνουμε, χρειάζονται δομικές μεταρρυθμίσεις στο πώς λειτουργεί η ΕΕ και οι θεσμοί της. Κάτι τέτοιο όμως είναι απαραίτητο να προέλθει μέσα από δημόσιο διάλογο και δημοκρατικές διαδικασίες. Οι απαιτούμενες αλλαγές Συνθηκών θα πρέπει να προέλθουν από μία αντιπροσωπευτική Συντακτική Συνέλευση η οποία θα κορυφώνει μια εκτεταμένη διαδικασία δημόσιου διαλόγου για τη φυσιογνωμία και τις προοπτικές της Ευρώπης.
Η ελληνική διάσταση
Από τα παραπάνω προκύπτει πως βρισκόμαστε μπροστά σε μια αποτυχημένη ευρωπαϊκή στρατηγική, με προεξοφλημένη την αποτυχία της.
Η ενίσχυση τελικά της οικονομικής διακυβέρνησης στην ευρωζώνη με σκλήρυνση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, έλεγχο των εθνικών προϋπολογισμών από τις Βρυξέλλες, άμεσες και αυτόματες κυρώσεις σε χώρες μέλη που παραβιάζουν τους κανόνες δεν αντιμετωπίζουν το βάθεμα της κρίσης δεν αναχαιτίζουν τον φαύλο κύκλο των χρεωμένων χωρών καθώς δεν κατορθώνουν να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς, αυξάνουν την ύφεση και την ανεργία , διαλύουν τον κοινωνικό ιστό ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν και σοβαρά ελλείμματα δημοκρατίας.
Σε αυτές τις συνθήκες είναι φανερό ότι καθώς η κυβέρνηση αλλά και η Βουλή δεν διαθέτουν καμία νομιμοποίηση από τους Έλληνες πολίτες, είναι αδιανόητο να επικυρώσουν μια τέτοια συμφωνία η οποία θα αποτελέσει την ταφόπλακα για την ελληνική οικονομία την κοινωνία , το περιβάλλον και την ευρωπαϊκή προοπτική.
Η σωτηρία της χώρας μας αλλά και η ευρωπαϊκή προοπτική πλέον κινδυνεύουν αν δεν αλλάξουν οι πολιτικοί συσχετισμοί αν δεν αλλάξουν οι εθνικές κυβερνήσεις των κρατών μελών ώστε να εφαρμοσθούν άλλες πολιτικές που θα τολμήσουν να αντιμετωπίσουν την Ευρώπη ως ενιαίο και αλληλέγγυο κοινωνικό και οικονομικό χώρο.
Η χώρα μας μπορεί και πρέπει να δείξει ότι στο φιάσκο της αποτυχημένης αυτής συνταγής «Μερκοζί» προστατεύεται, συρρικνώνοντας πολιτικά τα κόμματα που υποστηρίζουν αυτές τις αδιέξοδες πολιτικές και βαρύνονται σήμερα με την διάλυση της χώρας αλλά και με την με άθλιο τρόπο διακυβέρνησή της.
Οι εκλογές, τις οποίες κάποιοι αμφισβητούν και προτάσσουν την ανάγκη διατήρησης αυτής της κατ΄όνομα δημοκρατικής διακυβέρνησης, με το κυνικό ερώτημα και τι θα αλλάξει!! είναι άμεση επιτακτική ανάγκη. Πέρα από το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας που δημιουργείται – κάποιοι επιμένουν να παριστάνουν ότι δεν το αντιλαμβάνονται – είναι ανάγκη για να αλλάξει η «γεωγραφία» της βουλής και να δοθεί η δυνατότητα με άλλους πολιτικούς συσχετισμούς να διαχειριστεί η κρίση και όχι ο ρυθμός της εξαθλίωσης που επιβάλλουν οι ισχυροί των Βρυξελών. Ένα μήνυμα στο εσωτερικό της χώρας αλλά και προς την Ευρώπη ότι μια άλλη προοπτική είναι εφικτή αν σταματήσουμε να τροφοδοτούμε αυτόν τον φαύλο κύκλο.
Το διακύβευμα σήμερα είναι φανερό ότι ξεπερνά κατά πολύ τις κομματικές υπαρξιακές αγωνίες των πολιτικών χώρων από όπου και αν προέρχονται. Οι καιροί απαιτούν από όσους αντιλαμβάνονται ως καταστροφή της χώρας αλλά και της Ευρώπης την σημερινή διακυβέρνηση καθαρές κουβέντες, προτάσεις , ιδέες. Απαιτούν επανασχεδιασμό και στόχευση ώστε συμμετοχικά και αποτελεσματικά να επενδύσουμε στο κοινό μας μέλλον. Παράλληλα υποστηρίζουμε κινήματα, δίκτυα και συλλογικές προσπάθειες πολιτών για την αντιμετώπιση της κρίσης. Αλληλέγγυοι σε κάθε πρωτοβουλία που προσπαθεί να ανακουφίσει τη φτώχεια, την έλλειψη στέγασης, σίτισης, ιατρικής περίθαλψης, πρόληψης και οικογενειακού προγραμματισμού, την προστασία των πιο αδύναμων από την εκμετάλλευση ή την εγκατάλειψη, αλλά και την εκπαίδευση των ανθρώπων σε πρακτικές αλληλέγγυας οικονομίας. Προωθούμε μια διαδικασία πολύ διαφορετική από τα μέχρι σήμερα συνηθισμένα και με διαφορετικό όραμα από το χθες δίχως καμιά προμνημονιακή νοσταλγία.