Αθήνα, 4 Νοεμβρίου 2012 – Οι Οικολόγοι Πράσινοι για το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας
Το Σύμφωνο Δημοσιονομικής Σταθερότητας είναι οδηγός οικονομικής πολιτικής για εναρμόνιση των προϋπολογισμών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με κύριο άξονα τη μείωση των ελλειμμάτων μέσω πολιτικών λιτότητας. Σήμερα, από τις 17 χώρες της ευρωζώνης, οι 13 βρίσκονται σε διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος. Οι μόνες που έχουν έλλειμμα 3% ή μικρότερο είναι η Εσθονία, η Φινλανδία, το Λουξεμβούργο και η Γερμανία.
Πολύ σημαντικό σημείο του Συμφώνου αποτελεί η διάκριση που γίνεται ανάμεσα στο Δομικό / Διαρθρωτικό έλλειμμα και στο Κυκλικό και το Συνολικό έλλειμμα, για τα οποία τίθενται ξεχωριστοί στόχοι και όρια. Το δομικό έλλειμμα είναι αυτό που οφείλεται στη δομή της οικονομίας κάθε κράτους – μέλους, ενώ το κυκλικό στην τρέχουσα φάση της οικονομίας, αποτυπώνοντας το αν βρίσκεται σε φάση ανάπτυξης ή ύφεσης. Στην πράξη, η διάκριση δεν είναι εύκολη και εμπεριέχει μια σειρά παραδοχών για την εκτίμηση ενός υποθετικού μεγέθους με αποτέλεσμα διαφορετικοί οργανισμοί να δίνουν διαφορετικό επιμερισμό του ελλείμματος. Επομένως θα χρειαστεί μέσω της EUROSTAT να θεσπιστεί συγκεκριμένη μέθοδος υπολογισμού του δομικού ελλείμματος. Παραμένει όμως ένα εξαιρετικά χρήσιμο μέγεθος. Για παράδειγμα η εκτίμηση του ΟΟΣΑ είναι ότι η Ελλάδα θα έχει μηδενικό δομικό έλλειμμα το 2013. Τυχόν επίσημη αποδοχή αυτής της εκτίμησης θα οδηγούσε σε ένα διαφορετικό πακέτο μέτρων (χωρίς αυτό να σημαίνει ότι νομιμοποιούμε τα άδικα και καταστροφικά μέτρα που έχουν ήδη επιβληθεί στη χώρα) επικεντρωμένο λιγότερο σε περαιτέρω υφεσιακά δημοσιονομικά μέτρα και περισσότερο σε αναπτυξιακά.
Το σημαντικότερο όμως πρόβλημα του Συμφώνου, δε συνδέεται τόσο με τους περιορισμούς που θέτει όσο με το γεγονός ότι οι όροι “ύφεση” και “ανάπτυξη” εξακολουθούν να συνδέονται μόνο με την οικονομική μεγέθυνση, δηλαδή την οικονομική δραστηριότητα. Το πρόβλημα αυτό δεν συνδέεται άμεσα με το ίδιο Σύμφωνο, όσο με τον τρόπο μέτρησης του ΑΕΠ. Ως γνωστόν, ο δείκτης αυτός έχει καταλήξει να θεωρείται ως αντιπροσωπευτικός της συνολικής κοινωνικής ανάπτυξης και ευημερίας και αποτελεί τη βάση για τη χάραξη πολιτικής. Στη πραγματικότητα, όμως, εκφράζει αποκλειστικά την οικονομική δραστηριότητα ενώ δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη περιβαλλοντικές και κοινωνικές παραμέτρους, ουσιαστικές για την ποιότητα της ζωής και την ευημερία της κοινωνίας.
Το όριο του 3% για το συνολικό έλλειμμα, απομεινάρι της Συνθήκης του Μάαστριχτ, είναι αποδεδειγμένα ανέφικτο και υπερβολικά περιοριστικό για την οικονομική πολιτική κάθε κράτους – μέλους, ειδικά σε περιόδους ύφεσης όπως η σημερινή. Οι περιορισμοί, σε συνδυασμό με την έλλειψη περαιτέρω βημάτων οικονομικής ενοποίησης (όπως η κοινή νομισματική πολιτική και ο ομοσπονδιακός προϋπολογισμός με δυνατότητα μεταβιβάσεων), οδηγούν στον τύπο της λιτότητας που βιώνει η Ελλάδα τα τελευταία χρόνια και το “υφεσιακό σπιράλ”.
Το Δημοσιονομικό Σύμφωνο έχει τόσα προβλήματα, που δε θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί ως ένα ουσιαστικό βήμα προς την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Η Ε.Ε., εκτιμώντας λάθος τις διαστάσεις και το βάθος της κρίσης και ακολουθώντας ήδη εδώ και χρόνια μη βιώσιμες κατευθύνσεις και ένα ολόενα και περισσότερο αγορα-κεντρικό προσανατολισμό, δεν αναζήτησε κανένα σχέδιο οικονομικής ανασυγκρότησης και βιώσιμης ευημερίας πέρα από την πολιτική λιτότητας, όπως εκφράζεται στο Σύμφωνο Σταθερότητας. Μια πολιτική που ωθεί τους λαούς της Ευρώπης, άλλους γρηγορότερα και άλλους αργότερα, σε φτώχεια και εξαθλίωση, καθώς καταργούνται κοινωνικές κατακτήσεις δεκαετιών, αποσαθρώνεται η κοινωνική συνοχή και καταστρέφεται το περιβάλλον.
Το ενιαίο νόμισμα, μεγάλο αλλά ανεπαρκές και ανολοκλήρωτο βήμα για την ΕΕ, δε μπόρεσε να συμβάλλει στη σύγκλιση των οικονομιών και πολύ περισσότερο δεν οδήγησε τους λαούς, τις κοινωνίες και τις κοινότητες της Ευρώπης σε βιώσιμη ευημερία. Οι μεγάλες υπαρκτές διαφορές στις δομές των οικονομιών και την παραγωγικότητα μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης οδήγησαν, σε συνδυασμό με την έλλειψη κάθε έννοιας κοινής οικονομικής και φορολογικής πολιτικής, σε μια κατάσταση όπου τα ελλείμματα του «νότου» συντηρούν τα πλεονάσματα του «βορρά». Η μονόπλευρη λογιστική προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης χρέους όπως έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα στις χώρες του νότου από το Σύμφωνο, δεν είναι το εργαλείο ανάκαμψης της κοινωνικής οικονομικής περιβαλλοντικής κρίσης που βιώνουμε αλλά εργαλείο φτωχοποίησης, διάλυσης του κοινωνικού κράτους, ιδιωτικοποίησης των δημόσιων συλλογικών αγαθών, με χαμηλής ποιότητας παρεχόμενες υπηρεσίες. Με άλλα λόγια, μια κατασπατάληση ανθρώπινων και φυσικών πόρων, χωρίς αντίκρισμα για τους λαούς και τις κοινωνίες.
Το Σύμφωνο θεσμοθετεί για όλα τα κράτη μέλη της ΕΕ τις βασικές προδιαγραφές του Μνημονίου, όπως το είδαμε να εφαρμόζεται στη χώρα μας: τα δημοσιονομικά προβλήματα (έλλειμμα, δημόσιο χρέος κλπ) θα λύνονται υποχρεωτικά και αυτόματα μέσω μιας διαδικασίας εσωτερικής υποτίμησης (για τις χώρες της ευρωζώνης), ύφεσης, ανεργίας, οριζόντιων περικοπών στους μισθούς και τις συντάξεις και διάλυσης του δημόσιου ασφαλιστικού συστήματος και του κοινωνικού κράτους.
Το εφιαλτικό αυτό σενάριο δεν είναι υπόθεση εργασίας, είναι πλέον πραγματικότητα για τη χώρα μας, με την εφαρμογή του Μνημονίου και την παράλληλη πολιτική ανικανότητα των κομμάτων εξουσίας της χώρας. Το σύμφωνο σταθερότητας θα επιβάλλει την ίδια κατάσταση καταρχήν στις χώρες που αντιμετωπίζουν παρόμοια προβλήματα, αναιρώντας στην πράξη τη δυνατότητα κάθε χώρας να αποφασίζει και να υλοποιεί η ίδια την οικονομική πολιτική που επιθυμεί, χωρίς αυτό να συνοδεύεται από μια δημοκρατική ενοποίηση της ΕΕ και ενδυνάμωση των άμεσα εκλεγμένων οργάνων της (π.χ. Ευρωκοινοβούλιο): πρόκειται ξεκάθαρα για την επιβολή της θέλησης των δυνατών οικονομικά χωρών του Βορρά, υπό την ηγεσία της Γερμανίας και εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα του μεγάλου χρηματιστηριακού και κερδοσκοπικού κεφαλαίου.
Η εφαρμογή παρόμοιων επινοημάτων αντιτίθεται στους θεμελιώδεις κανόνες της δημοκρατικής λειτουργίας καθόσον καθορίζει πολιτικές πέραν αυτής, αφαιρώντας το βασικό δικαίωμα των πολιτών να μπορούν να εκλέξουν την κυβέρνηση που επιθυμούν, έτσι ώστε να μπορούν να αποφασίσουν την οικονομική πολιτική που θα ήθελαν να ακολουθήσει. Συνοπτικά, οι πολιτικές αυτού του τύπου κινούνται ακριβώς στον αντίποδα της οποιαδήποτε οπτικής για οικολογική μεταστροφή της κοινωνίας.
Φυσικά, ούτε λόγος να γίνεται για εναλλακτική οικονομία αλλά και για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την επιχειρηματικότητα των νέων: όλα αυτά θα τα απαγορεύει στην πράξη η άγρια φορολογική επιδρομή, η οποία θα έχει όλο και περισσότερο αντικοινωνικά και ταξικά χαρακτηριστικά αλλά παράλληλα και η τυφλή προστασία των τραπεζών χωρίς την αντίστοιχη διοχέτευση κεφαλαίου στην πραγματική οικονομία. Παράλληλα, θα αποδίδονται χωρίς αντίλογο στον ιδιωτικό τομέα λειτουργίες όπως η εκπαίδευση, οι υπηρεσίες υγείας, η ασφάλεια, πιθανόν και η εθνική άμυνα με σαφείς προεκτάσεις στον περιορισμό βασικών ανθρώπινων δικαιωμάτων. Θα παρακάμπτονται οι εθνικοί και ευρωπαϊκοί κανόνες για την προστασία του περιβάλλοντος, αρκεί οι επενδύσεις να υπόσχονται κέρδη (όπως ήδη βιώνουμε σκληρά στη χώρα μας).
Η μείωση των ελλειμμάτων στα επίπεδα που έχουν επιβληθεί για το 2013 συνεπάγεται περικοπές και επιπλέον φόρους ύψους πολλών δεκάδων δις ευρώ. Κάτι τέτοιο θα έχει καταστροφικές συνέπειες για την ευρωπαϊκή οικονομία. Αν η Κομισιόν θέσει πιο μακροπρόθεσμο χρονικό πλαίσιο, τότε η λιτότητα θα είναι εξίσου άγρια, αλλά θα απλώνεται σε περισσότερα χρόνια.
Ποια μπορεί να είναι η Ευρωπαϊκή Πράσινη πολιτική απάντηση των Ευρωπαϊκών Πράσινων κομμάτων και των κοινωνικών κινημάτων, που επιτακτικά πλέον καλούνται να δώσουν πειστικές απαντήσεις για την προοπτική της Ευρώπης απέναντι στην οικονομική της χρεοκοπία; Σε ποια κατεύθυνση μπορεί να κινηθούν σήμερα;
Οι Οικολόγοι Πράσινοι, απορρίψαμε το Σύμφωνο από την πρώτη στιγμή, πέρυσι, ασκώντας έντονη κριτική και επισημαίνοντας ότι δε δίνει διέξοδο στην κρίση της ευρωζώνης. Επί της ουσίας, το Σύμφωνο δεν αποτελεί θετικό βήμα ούτε καν για τους στόχους που το ίδιο επικαλείται: τη δημοσιονομική εξυγίανση και την κοινή ευρωπαϊκή οικονομική διακυβέρνηση.
- Θέση μας είναι ότι υγιή δημόσια οικονομικά είναι απαραίτητα για λόγους διαγενεακής δικαιοσύνης, καθώς μόνιμα υπερβολικά ελλείμματα και χρέη μεταφέρουν στους νεότερους και τις επόμενες γενιές το κόστος μιας επίπλαστης ευημερίας των σημερινών κοινωνιών. Δημοσιονομική εξυγίανση δεν αποτελούν όμως αναγκαστικά οι περικοπές, αλλά και η αύξηση των εσόδων με δίκαιη κατανομή των βαρών, όπως και η αποδοτικότερη παροχή υπηρεσιών προς την κοινωνία. Σε κάθε περίπτωση, οι δημοσιονομικοί στόχοι οφείλουν να συμβαδίζουν ισότιμα με τις κοινωνικές και περιβαλλοντικές προτεραιότητες και όχι να επιδιώκονται σε βάρος τους: άλλο δημοσιονομική εξυγίανση και άλλο επίθεση στην κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα.
- Σημαντικό είναι, επίσης, ότι δεν είναι όλα τα ελλείμματα ίδια: άλλη βαρύτητα έχουν τα «καταναλωτικά» ελλείμματα, που προσπαθούν να συγκαλύψουν μόνιμα κενά στην οικονομία και στα δημόσια έσοδα, άλλη αυτά που δημιουργούνται για να χρηματοδοτηθούν δημόσιες επενδύσεις, να καλυφθεί μια απρόβλεπτη και έκτακτη ανάγκη μεγάλης έκτασης ή να επιτευχθεί μια ευνοϊκότερη αναδιάρθρωση υφιστάμενου δημόσιου χρέους. Η διάκριση αυτή είναι βαθύτατα πολιτική και η σχετική αξιολόγηση οφείλει να γίνεται από πολιτικούς θεσμούς με δημοκρατική νομιμοποίηση.
- Κοινή ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική είναι απαραίτητη, καθώς καμιά χώρα δε μπορεί μόνη της να δώσει επαρκείς απαντήσεις σε μια κρίση που είναι πανευρωπαϊκή και μάλιστα όταν υπάρχει κοινό νόμισμα. Μια κοινή όμως οικονομική πολιτική απαιτεί πρώτα από όλα επαρκείς πόρους με κοινό ευρωπαϊκό προϋπολογισμό (σήμερα ο προϋπολογισμός όλης της Ε.Ε. είναι μικρότερος από αυτόν της Γαλλίας), κοινή διαχείριση του δημόσιου χρέους, έκδοση ευρωομολόγων, αλλαγή του ρόλου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ώστε να μπορεί να δανείζει σε περίοδο κρίσης τα κράτη, διαμόρφωση συνθηκών για ενιαίες τραπεζικές εγγυήσεις, εναρμόνιση των εθνικών προϋπολογισμών και σύγκλιση σε βασικούς τομείς όπως η έρευνα και ανάπτυξη και η υγεία, κοινό φορολογικό πλαίσιο για την αποτροπή του φορολογικού ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών μελών, που σήμερα ευνοεί τις μεγάλες επιχειρήσεις και τους πλουσιότερους, υπονομεύοντας τα δημόσια έσοδα.
Αντίθετα, το Δημοσιονομικό Σύμφωνο:
- Εστιάζει και πάλι στους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας και της Συνθήκης του Μάαστριχτ, επιβάλλοντας δρακόντειες κυρώσεις για κάθε απόκλιση και θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τους υπόλοιπους αναγνωρισμένους ευρωπαϊκούς στόχους στα ζητήματα κοινωνικής και περιβαλλοντικής πολιτικής.
- Στηριζόμενο στο λεγόμενο «χρυσό κανόνα», που αποτελεί τη βασική φιλοσοφία του, μονιμοποιεί την πολιτική του σκληρού ευρώ που διαβρώνει την ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας και ιδιαίτερα των χωρών της περιφέρειας.
- Επισείοντας την απειλή υψηλών προστίμων σε ήδη προβληματικές χώρες, αδυνατεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά και καταλήγει να επιδεινώνει τα δημοσιονομικά τους προβλήματα.
- Δυσκολεύει τις απαραίτητες εκτεταμένες επενδύσεις για ταυτόχρονη αντιμετώπιση της οικονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής κρίσης μέσα από μια Πράσινη οπτική και προοπτική.
- Επιβάλλει πρόσθετους προληπτικούς στόχους για τα «δομικά» ελλείμματα, που περιορίζονται πλέον στο μισό των μέχρι τώρα επιτρεπτών ελλειμμάτων.
- Η (θεωρητικά) θετική διάκριση ανάμεσα σε «δομικά» και «κυκλικά» ελλείμματα δεν έχει πρακτικό αντίκρισμα, καθώς τα «κυκλικά» ελλείμματα εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται εξίσου αυστηρά με τα υπόλοιπα.
- Η απαίτηση να αντιμετωπίζεται αυτόματα κάθε υπέρβαση ελλείμματος με αντίστοιχες άμεσες περικοπές δαπανών, επιβεβαιώνει την κοντόφθαλμη αντίληψη για απόλυτη προτεραιότητα του βραχυπρόθεσμου απέναντι στη μακροπρόθεσμη οπτική, αντίληψη που βρίσκεται στη ρίζα τόσο της οικονομικής όσο και της οικολογικής κρίσης.
- Διατηρώντας άθικτο το σημερινό καθεστώς ενδοευρωπαϊκού φορολογικού ανταγωνισμού (μέσω φορολογικών παραδείσων, έμμεσων επιδοτήσεων κλπ), το Σύμφωνο κατευθύνει έμμεσα τη δημοσιονομική εξυγίανση σε πολιτικές περικοπών και επιβάρυνσης του κόστους ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των πολιτών.
- Ενισχύει ακόμη περισσότερο το σημερινό δημοκρατικό έλλειμμα της Ε.Ε., μεταφέροντάς το και στο εσωτερικό των χωρών μελών: χαρακτηριστικό είναι ότι, αν το Σύμφωνο ίσχυε το 1989, η γερμανική ενοποίηση θα ήταν ανέφικτη για δημοσιονομικούς λόγους καθώς θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί αποκλειστικά από άμεσες περικοπές ή αύξηση φορολογίας, χωρίς επιπλέον δανεισμό έστω και πρόσκαιρο.
- Ως ένας ακόμη θεσμός «ενισχυμένης συνεργασίας», αποτελεί επιπλέον βήμα για μια Ευρώπη πολλαπλών ταχυτήτων, σε διαμετρικά αντίθεση κατεύθυνση με την ομοσπονδιακή Ευρώπη που θεωρούμε απαραίτητη.
Διατηρώντας, λοιπόν, την αντίθεσή μας στο Σύμφωνο, επείγει:
- Να εντείνουμε την προσπάθεια για βιώσιμη δημοσιονομική εξυγίανση χωρίς πλήγματα στην κοινωνική και περιβαλλοντική βιωσιμότητα. Στόχοι όπως χαμηλά ποσοστά ανεργίας, υψηλή συμμετοχή στην εκπαίδευση, πρόσβαση όλων σε βασικές υπηρεσίες και συλλογικά αγαθά, αλλά και διατήρηση της βιοποικιλότητας, περιορισμός των εκπομπών που επηρεάζουν την κλιματική αλλαγή, αποτελεσματική καταπολέμηση της ρύπανσης, μείωση του οικολογικού αποτυπώματος σε βιώσιμα επίπεδα, πρέπει να έχουν ισότιμη προτεραιότητα με τους δημοσιονομικούς στόχους και να επιδιώκονται παράλληλα με αυτούς. Ελλείμματα που οφείλονται σε έκτακτες καταστάσεις ή σε απαραίτητες «επενδύσεις βιωσιμότητας» θα πρέπει να αντιμετωπίζονται με διαφορετικά κριτήρια από τα λεγόμενα καταναλωτικά ελλείμματα. Η αναδιανομή όμως εισοδημάτων και πλούτου οφείλει να γίνεται μέσω της φορολογίας, της παροχής συλλογικών αγαθών και της ρύθμισης των οικονομικών δραστηριοτήτων, όχι μέσω της δημιουργίας και διατήρησης μόνιμων ελλειμμάτων.
- Να προωθήσουμε σε ευρωπαϊκό επίπεδο, με όρους κοινωνικής δικαιοσύνης και δημοκρατικής νομιμοποίησης, τους απαραίτητους θεσμούς κοινής οικονομικής διακυβέρνησης σε τομείς όπως το φορολογικό πλαίσιο, ο ευρωπαϊκός προϋπολογισμός και η κοινή διαχείριση του χρέους με ευρωομόλογα. Στο πλαίσιο αυτό, θα πρέπει να προχωρήσει η προσπάθεια για επίσημη ευρωπαϊκή χρήση εναλλακτικών οικονομικών δεικτών πέρα από το μονοδιάστατο Α.Ε.Π., αλλά και περιβαλλοντικών δεικτών όπως το οικολογικό αποτύπωμα.
- Να πιέσουμε να αναλάβει η Ε.Ε. διεθνή πρωτοβουλία για αναθεώρηση των κανόνων του διεθνούς εμπορίου, ώστε να μη νομιμοποιούν ως ανταγωνιστικό πλεονέκτημα το κοινωνικό και περιβαλλοντικό ντάμπινγκ. Οι σημερινοί κανόνες, σε συνδυασμό με το τεχνητά χαμηλό κόστος των διεθνών εμπορευματικών μεταφορών που δε λαμβάνει υπόψη τις βαρύτατες περιβαλλοντικές επιπτώσεις τους, υπονομεύουν τη θέση της Ευρώπης στην παγκόσμια οικονομία και ενθαρρύνουν την τάση για συμπίεση των μισθών. Η Ε.Ε. έχει ακόμη το πολιτικό και οικονομικό βάρος για να ηγηθεί μιας διεθνούς συμμαχίας για ριζική αναθεώρησή τους και για μια νέα σχέση Βορρά-Νότου.
- Κάθε μέτρο δημοσιονομικής προσαρμογής να συνοδεύεται από αντίστοιχη Μελέτη Κοινωνικών και Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων των μέτρων συμμόρφωσης.
Με δεδομένο ότι το Δημοσιονομικό Σύμφωνο έχει ήδη κυρωθεί με συνοπτικές διαδικασίες από τα περισσότερα ευρωπαϊκά κοινοβούλια, οι Οικολόγοι Πράσινοι θεωρούμε πρώτα επείγοντα βήματα:
- Να αποτρέψουμε την προβλεπόμενη ενσωμάτωση των όρων του στο Σύνταγμα της Ελλάδας και των άλλων χωρών μελών της ευρωζώνης, ώστε να μείνει ανοικτός ο δρόμος για αναθεώρησή του.
- Να αναλάβουμε, μαζί με τους άλλους Ευρωπαίους Πράσινους, πρωτοβουλία για τροποποίησή του, ώστε να καταργηθεί ο μηχανισμός αυτόματων κυρώσεων και οι σχετικές αποφάσεις να λαμβάνονται από την ολομέλεια του ευρωκοινοβουλίου, με αιτιολογημένη εισήγηση της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων. Το ευρωκοινοβούλιο θα είναι και ο τελικός κριτής που θα αξιολογεί ποιες συγκεκριμένες υπερβάσεις αποτελούν «δομικά» και «καταναλωτικά» ελλείμματα, και ποιες αφορούν έκτακτες καταστάσεις ή άλλους σοβαρούς λόγους προσωρινών εξαιρέσεων.
Η εφαρμογή του Συμφώνου Δημοσιονομικής σταθερότητας για τις χώρες κράτη μέλη της Ε.Ε. μπορεί να αποδειχτεί καταστροφική για την Ευρώπη. Θα σημάνει τον περιορισμό των δημοκρατικών δικαιωμάτων για τους λαούς, τις κοινωνίες και της κοινότητες της ηπείρου μας. Δεν υιοθετούμε τη φοβική άποψη ότι αν δεν εφαρμοστεί το Σύμφωνο Σταθερότητας, οι χώρες του Νότου θα βρεθούν έξω από το ευρώ και θα εξακολουθήσουν να μαστίζονται από την κρίση, χωρίς καμιά προοπτική εξόδου από αυτή. Δεν συμφωνούμε με την άποψη ότι το Σύμφωνο Σταθερότητας αφήνει περιθώρια για στροφή σε πράσινες προοπτικές για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες. Θεωρούμε ότι αυτό το πρόγραμμα είναι και παραμένει πεισματικά έξω από κάθε διάσταση πράσινης βιώσιμης επιλογής.
Ο επαναπροσανατολισμός της Ευρώπης για τους Οικολόγους Πράσινους δεν περνά μέσα από το Σύμφωνο Σταθερότητας, την προσδοκόμενη αλλά εξαιρετικά αμφίβολη ευημερία των αριθμών και τη φτωχοποίηση των πολιτών. Σε αυτή την περίοδο που ακόμα και ο σκληρός πυρήνας της Ευρώπης υφίσταται σε τελική ανάλυση τις συνέπειες της κρίσης ενός μοντέλου ανάπτυξης που οι Οικολόγοι Πράσινοι έχουμε αμφισβητήσει και αμφισβητούμε, το πράσινο κίνημα θα πρέπει να ορθώσει την άρνησή του απέναντι στις κυρίαρχες πολιτικές, αλλά και να προβάλει τις δικές του προτάσεις για βιώσιμη ευημερία. Ο δρόμος έτσι κι αλλιώς δεν θα είναι εύκολος, ούτε οι λύσεις θα είναι ανώδυνες, αλλά θα έχουν προοπτική για τους λαούς, τους κοινωνίες και τις κοινότητες της Ευρώπη.
Για μια πραγματική Ευρώπη των πολιτών
Οι Οικολόγοι Πράσινοι έχουν πλήρη συνείδηση του ότι υπάρχει σε σημαντικό μέρος της κοινής γνώμης μια εδραιωμένη πεποίθηση ότι φταίει συνολικά η ΕΕ για την κρίση και τις σοβαρές επιπτώσεις της στους πολίτες.
Έχουμε δηλώσει επανειλημμένα ότι οι Οικολόγοι Πράσινοι δεν είμαστε ούτε φιλοευρωπαίοι ούτε αντιευρωπαίοι. Είμαστε Ευρωπαίοι, χωρίς υποσημειώσεις. Και θέλουμε να οικοδομήσουμε την Ευρώπη των ονείρων μας, σε μια κατεύθυνση οικολογική, δημοκρατική, ομοσπονδιακή και αλληλέγγυα, που δεν εγκλωβίζεται στη στήριξη και την αναπαραγωγή των γνωστών αδιέξοδων πολιτικών της κυρίαρχης ευρωπαϊκής ελίτ.
Γι΄ αυτό και η αντίθεσή μας στο Σύμφωνο Δημοσιονομικής σταθερότητας εντάσσεται σε μια συνολική μας άποψη για μια διαφορετική ευρωπαϊκή προοπτική.
Το πράσινο κίνημα υποστηρίζει με θέρμη την τοπικοποίηση και την αποκέντρωση αλλά ταυτόχρονα βλέπει τη γοητεία του «μικρού» υπό το πρίσμα μιας ενωμένης πανεθνικής κοινωνίας που ευνοεί την συνύπαρξη των λαών. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, οι Οικολόγοι Πράσινοι είμαστε βαθιά ευρωπαϊστές, αναζητώντας τρόπους συνεργασίας, αλληλοσυμπλήρωσης και αμοιβαίου σεβασμού των διαφορετικών χωρών ενώ παράλληλα τιμούμε και προστατεύουμε τη διαφορετικότητα, από όπου και αν προέρχεται.
Είναι ξεκάθαρο σήμερα ότι η ΕΕ, όπως έχει πλέον διαμορφωθεί, δεν είναι η Ευρώπη που διεκδικούν οι πολίτες αλλά αποτελεί σαφή υποστήριξη των συμφερόντων των λίγων και αφαίμαξη των ασθενέστερων οικονομικά πολιτών. Η ΕΕ που καταπατά αβίαστα όλες τις αρχές που έχει υιοθετήσει (προστασία περιβάλλοντος, κοινωνική συνοχή, σεβασμός στον εθνικό χαρακτήρα των κρατών -μελών, προστασία των συλλογικών αγαθών) προς όφελος των μεγάλων κεφαλαίων, δεν είναι η Ευρώπη που ονειρευόμαστε και προσδοκούμε.
Ο επαναπροσδιορισμός των πολιτικών κατευθύνσεων της ΕΕ έχει στόχο την διαμόρφωση ενός κοινού -για όλα τα κράτη μέλη- οράματος και την ανατροπή της κρίσης αξιών που διανύουμε. Μέσα από την εκ νέου διαμόρφωση αυτού του οράματος θα υπάρξει χώρος για την απαραίτητη αισιοδοξία και ελπίδα αλλά ταυτόχρονα και μια ρεαλιστική και ριζοσπαστική λύση για έξοδο από την πολλαπλή κρίση που μαστίζει τους Ευρωπαίους πολίτες. Ο σχεδιασμός για ένα βιώσιμο μέλλον της Ευρώπης θα δώσει επίσης τη διέξοδο από τη συντηρητικοποίηση της κοινωνίας και τον ολοένα διογκούμενο εθνικισμό σε κράτη -μέλη.
Η έναρξη για ένα ευρύ πανευρωπαϊκό διάλογο είναι προνομιακό πεδίο των Πράσινων κομμάτων και δύναται να αποτελέσει ισχυρό πολιτικό όχημα προς τις επόμενες ευρωεκλογές. Είναι σημαντικό τα Πράσινα κόμματα να εκφράσουν ξεκάθαρα τις αντιθέσεις τους με την παρούσα πορεία της Ε.Ε και να προτάξουν ένα άλλο όραμα.
Πρωτίστως βλέπουμε αναγκαία την ανασύσταση της Ε.Ε με μια ολιστική προσέγγιση, που θα αφορά όχι μόνο το οικονομικό σκέλος της ένωσης αλλά και την κοινωνική συνοχή, την πολιτική ταυτότητα, την εξωτερική πολιτική και την άμυνα. Εκτιμούμε ότι η προσέγγιση των «μεγάλων» κυβερνήσεων είναι αποσπασματική και διασφαλίζει μονάχα τα οικονομικά συμφέροντα των εξαγωγικών χωρών της Ε.Ε. και μάλιστα μόνο μια περιορισμένης οικονομικής ελίτ των χωρών αυτών.
Κρίνουμε αναγκαία την εμβάθυνση και ενίσχυση του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σε αντίθεση με την αυξημένη δύναμη που παρουσιάζουν σήμερα οι εθνικές κυβερνήσεις. Αντίθετα, ζητάμε τη συμβολή των εθνικών κοινοβουλίων στα ευρωπαϊκά τεκταινόμενα, με ενίσχυση της επικοινωνίας μεταξύ Ευρωπαϊκού και εθνικού κοινοβουλίου και την αύξηση συνεργασιών. Επιπλέον ζητάμε την άμεση επικοινωνία, εποπτεία και έλεγχο της Τρόικας από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η πολιτική ευθύνη της συμμόρφωσης των επιταγών της Τρόικας με της βασικές αρχές της Ευρωπαϊκής. Ένωσης πρέπει να ανατεθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Τέλος ζητάμε οι όποιες αλλαγές στην Συνθήκη να γίνουν ύστερα από ένα πανευρωπαϊκό δημοψήφισμα, ταυτόχρονο σε όλα τα κράτη – μέλη. Ταυτόχρονα, είμαστε υπέρ της ενδυνάμωσης του λόγου των πολιτών, όπως για παράδειγμα της Ευρωπαϊκής Πρωτοβουλίας Πολιτών, αρκεί οι προσπάθειες αυτές να έχουν σαφή στόχο και να μην εξυπηρετούν μονάχα επικοινωνιακούς στόχους και να παραποιούνται από ομάδες συμφερόντων. Οι πολιτικές αυτές κατευθύνσεις έχουν σαφή στόχο την ενδυνάμωση των δημοκρατικών θεσμών που διέπουν την Ε.Ε.
Οικονομική Ενοποίηση
Οι Οικολόγοι Πράσινοι έχουμε εκφράσει την εμπιστοσύνη μας στην ύπαρξη κοινού νομίσματος, κρίνοντας ταυτόχρονα αναγκαία τη βαθύτερη οικονομική ενοποίηση. Η Ευρωπαϊκή οικονομική κρίση είναι, εκτός των άλλων, και αποτέλεσμα ημιτελούς νομισματικής και οικονομικής ενοποίησης που προκύπτει κυρίως από την έλλειψη σαφούς πολιτικής βούλησης για κοινή ευρωπαϊκή πρόοδο. Αναγνωρίζουμε ότι αναγκαίο στοιχείο για τη δημιουργία μια υγιούς και βιώσιμης οικονομικής και νομισματικής ένωσης είναι η ύπαρξη ισχυρής πολιτικής ενοποίησης.
Στοιχεία οικονομικής ενοποίησης τα οποία καλείται η Ε.Ε να διευκρινίσει τα επόμενα χρόνια αποτελούν:
Τραπεζική ένωση
Πρώτο βήμα για την τραπεζική ένωση είναι η διαμόρφωση ενός συστήματος κοινής τραπεζικής εποπτείας. Προτείνουμε στο σύστημα αυτό να συμπεριλαμβάνονται – και άρα να προστατεύονται κεντρικά- όλες οι τράπεζες. Το βήμα αυτό θα ανοίξει και τη δυνατότητα για ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών απευθείας μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας για τα κράτη – μέλη και όχι με άμεση επιβάρυνση των μισθωτών και συνταξιούχων όπως έχει εφαρμοστεί μέχρι σήμερα στη χώρα μας.
Ζητούμενο από την κοινή εποπτεία των τραπεζών πρέπει να είναι η πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων στις εγκεκριμένες τράπεζες, με αποτέλεσμα την ουσιαστική μείωση των διαρροών κεφαλαίου από ένα κράτος – μέλος σε άλλο. Διαφωνούμε με την προσέγγιση που παραβλέπει τη διασφάλιση των εγγυήσεων και παραμένει μόνο σε ένα στεγνό εποπτικό μηχανισμό. Έτσι, η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν θα πρέπει πλέον να πραγματοποιείται μέσω του εθνικού προϋπολογισμού (βλ. Ελλάδα) αλλά μέσω ευρωπαϊκών μηχανισμών (πρόταση για Ισπανία κλπ).
Ταυτόχρονα, πρέπει να αντιμετωπιστεί ο κίνδυνος υπερσυσσώρευσης κεφαλαίων σε περιορισμένο αριθμό τραπεζών (βλέπε ελληνικό τραπεζικό σύστημα όπου θα απομείνουν 3-4 υπερτράπεζες) λόγω της αμφίβολης διασφάλισης των τραπεζών μικρών κρατών – μελών ή των συνεταιριστικών και ηθικών τραπεζών. Η ΕΕ προτείνει την εποπτεία μέσω ΕΚΤ, γεγονός που καθιστά τον πρόεδρο της ΕΚΤ ένα ιδιαίτερο σημαίνον πρόσωπο (προκύπτουν ερωτήματα σχετικά με την εκλογή του, τη δυνατότητα καθαίρεσής του κλπ για να διασφαλιστούν τα συμφέροντα όλων των κρατών – μελών κλπ -τώρα ορίζεται πλειοψηφικά από το Συμβούλιο της ΕΕ). Η εποπτεία θα πρέπει να έχει τη δημοκρατική διαπίστευση που απαιτείται, και συνεπώς να ελέγχεται και από άμεσα εκλεγμένα όργανα, όπως το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο.
Φορολογική εναρμόνιση
Με δεδομένη την έντονη διαφοροποίηση μεταξύ των φορολογικών συστημάτων των κρατών – μελών, το ερώτημα είναι προς τα που θα γίνει η εναρμόνιση και αν θα συνεισφέρει στην οικονομική σύγκλιση. Ωστόσο, δύναται να έχει θετικά αποτελέσματα για την εξισορρόπηση των ανισοτήτων μεταξύ χωρών της περιφέρειας και του κέντρου αν απαλειφθούν οι έμμεσες επιδοτήσεις σε βιομηχανίες κλπ, που ασκούνται μέσω ασύμμετρης πολιτικής επιρροής και εν τέλει προκαλούν ένα είδος «φορολογικού αθέμιτου ανταγωνισμού». Η αποτελεσματική φορολογική εναρμόνιση είναι δύσκολο να πραγματοποιηθεί με διαδικασία που υπόκειται σε βέτο και προτείνεται η εφαρμογή της αυξημένης πλειοψηφίας για τον τρόπο λήψης σχετικών αποφάσεων.
Η φορολογική εναρμόνιση πρέπει να έχει ως βασικό στόχο την κατάργηση των φορολογικών παραδείσων εντός Ευρώπης που εντείνουν τη φοροδιαφυγή και την οικονομική διαφθορά. Φυσικά, οι χώρες που παρέχουν τέτοιες φορολογικές
ελαφρύνσεις θα αντισταθούν στο εγχείρημα αυτό και για τον λόγο αυτό συστήνεται η εφαρμογή της αυξημένης πλειοψηφίας για τον τρόπο λήψης σχετικών αποφάσεων.
Τέλος, η φορολογική εναρμόνιση μπορεί να αποτελέσει εργαλείο για τη δημιουργία μιας κοινής αγοράς εργασίας που ελάχιστα έχει προχωρήσει από την ίδρυση της Ε.Ε.
Αύξηση ευρωπαϊκού προϋπολογισμού
Οι ΟΠ είμαστε υπέρ της αύξησης του ευρωπαϊκού προϋπολογισμού μέσω ιδίων κεφαλαίων, τουλάχιστον κατά 5%. Η χρηματοδότηση μπορεί να γίνει από τα έσοδα της εφαρμογής του φόρου χρηματοπιστωτικών συναλλαγών (ΦΧΣ), του φόρου για την περιουσία σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μέσω περιβαλλοντικών φόρων. Επιπλέον, μπορεί να ενισχυθεί εμμέσως από τη μείωση των αμυντικών δαπανών ορισμένων κρατών – μελών. Υπάρχουν κράτη – μέλη που επιθυμούν τα έσοδα από το ΦΧΣ να αποτελούν έσοδα του εθνικού προϋπολογισμού, ωστόσο στην Ελλάδα του σήμερα πραγματοποιείται μερική εσωτερική στάση πληρωμών και τα φορολογικά έσοδα της χώρας καταλήγουν σχεδόν εξ’ ολοκλήρου στα χέρια των δανειστών. Η αύξηση των ευρωπαϊκών πόρων, με την προϋπόθεση της μείωση της εθνικής συνεισφοράς της χώρας, την ενίσχυση των δομών απορρόφησης των ευρωπαϊκών πόρων μαζί με τον τραπεζικό φορέα που πρέπει να τον ενισχύσει, είναι επιθυμητή. Με μία δίκαιη και βιώσιμη διαχείριση των κονδυλιών που αντιστοιχεί σε κάθε κράτος – μέλος υπάρχει η δυνατότητα αποδοτικής αξιοποίησης των κεφαλαίων, ακόμα και αν η αύξηση προϋπολογισμού συνδυάζεται με αυξημένη συνδρομή της χώρας.
Αθήνα, 4 Νοεμβρίου 2012
Το Πανελλαδικό Συμβούλιο των Οικολόγων Πράσινων