Ανεμογεννήτριες, απόβλητα και τουρισμός
Το άρθρο που υπογράφει η Έλενα Μπότση, Συνεκπρόσωπος των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ, φιλοξενήθηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών, την οποία ευχαριστούμε θερμά.
Μεταξύ τζουρά και δειλινού, τα θέματα βγαίνουν αβίαστα και σκόρπια στον ικαριώτικο αέρα, ψηφίδες που συνθέτουν την μικρογραφία των τοπικών κοινοτήτων της Ελλάδας.
Τα κατσίκια που τρώνε ανεξέλεγκτα την βλάστηση γιατί διψάνε υπερβολικά από την βαμβακόπιτα με την οποία τα ταΐζουν (ζωοτροφή που μάλιστα επιδοτείται), οι υπεραπογραφές κεφαλιών ζώων για επιδοτήσεις, η απροθυμία δημιουργίας υποδομών για αξιοποίηση των ζωικών προϊόντων όπως τυροκομεία με την αιτιολογία ότι δε συμφέρουν, ή δημιουργία ενός κινητού σφαγείου με προδιαγραφές για εξυπηρέτηση και των γειτονικών νησιών. Η ιδέα δημιουργίας ενός κτηνοτροφικού συνεταιρισμού φαίνεται ενδιαφέρουσα για κάποιους κτηνοτρόφους που ασχολούνται με την κτηνοτροφία όχι μόνο ως πάρεργο για τις επιδοτήσεις. Αποτέλεσμα, τα ζώα, χάριν των επιδοτήσεων, να ξεπερνούν την βοσκοϊκανότητα του νησιού, καταστρέφοντας εκτός από το βουνό και αγροτικές περιουσίες, αναβαθμούς και κήπους.
Είναι βέβαιο, ότι η πολιτική των επιδοτήσεων θα πρέπει να αναθεωρηθεί, ώστε να είναι συνδυαστική και ενθαρρυντική άλλων δραστηριοτήτων όταν μάλιστα σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή, όπως η επιδότηση λαδιού σε συνδυασμό με την συντήρηση των αναβαθμίδων που εμποδίζουν την διάβρωση και ερημοποίηση, αλλά και η στήριξη των τοπικών παράγωγων προϊόντων με κατάλληλη σήμανση και ποιότητα.
Μήπως η ανακύκλωση και η διαχείριση απορριμμάτων είναι λιγότερο σημαντική; Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες με την τοποθέτηση τεσσάρων ρευμάτων και σύντομα και καφέ κάδου για τα οργανικά, η αλυσίδα της διαδικασίας δεν ολοκληρώνεται, εφόσον α) ποιος θα τα μαζέψει συστηματικά αφού ο Δήμος δεν έχει το απαιτούμενο προσωπικό και τα μέσα, β) τη λειτουργία μιας ΚοινΣΕπ (Κοινωνική Συνεταιριστική Επιχείρηση) που μπορεί να συνεργάζεται με το Δήμο δεν την βλέπουν με καλό μάτι κάποιοι στο νησί, ενώ γ) η μεταφορά των ανακυκλώσιμων υλικών που θα συλλεχτούν για να σταλούν με πλοία στις μονάδες ανακύκλωσης της πρωτεύουσας από τους Δήμους είναι ακριβή. Η πρόταση που έχει διατυπωθεί από τους Οικολόγους ΠΡΑΣΙΝΟΥΣ για την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, η συλλογή ανακυκλώσιμων να κατευθύνεται σε νέες μονάδες αξιοποίησης σε γειτονικά νησιά ανάλογα με το είδος, π.χ. χαρτί στη Σάμο για παραγωγή συσκευασιών, γυαλί στη Χίο για παραγωγή μπουκαλιών, βιοαποικοδομήσιμα (κλαδέματα, πυρήνας κλπ.) στη Λέσβο για ενέργεια, πέλετ, ζωοτροφές, δεν έχει βρει ανταπόκριση.
Το θέμα όμως που επί μια δεκαετία έχει φέρει αναστάτωση στην τοπική κοινωνία της Ικαρίας και όχι μόνο είναι οι 110 ανεμογεννήτριες για εξαγωγή 330 MW για την Αθήνα. Η Ικαρία διαθέτει ήδη 5 ανεμογεννήτριες με τις οποίες σε συνδυασμό με έναν υβριδικό σταθμό (υδροηλεκτρικό με ανεμογεννήτριες) καλύπτει το 80% περίπου των ενεργειακών της αναγκών, καλύπτοντας ήδη κατά πολύ και τους κλιματικούς στόχους για το 2050. Το σχέδιο της ΡΑΕ του 2011 για την εγκατάσταση 110 ανεμογεννητριών σε όλη την κορυφογραμμή κατά μήκος της Ικαρίας μοιάζει να έχει παγώσει μετά από σθεναρές αντιδράσεις της τοπικής κοινωνίας και να έχει πυροδοτήσει έναν έντονο διάλογο για την αξία της ενεργειακής αυτονομίας στα νησιά του Αιγαίου σε συνδυασμό με την προστασία της βιοποικιλότητας και του τοπίου, τις παραγωγικές δραστηριότητες, τον τουρισμό. Από την άλλη τίθεται η ‘ηθική’ υποχρέωση να παράγουν τα νησιά ρεύμα για τις ανάγκες των μεγάλων αστικών κέντρων και ειδικά της Αθήνας, χωρίς να τηρείται η αρχή της αναλογικότητας και επικουρικότητας, όπου θα πρέπει να συμβάλουν και νησιά που σήμερα εξαιρούνται όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, χωρίς να είναι ξεκάθαρο πόσο ρεύμα θα παράγεται, εφόσον δεν υπάρχει εθνικό σχέδιο εξοικονόμησης για τις πόλεις, τη γεωργία και άλλες δραστηριότητες, αλλά ούτε και σχέδιο χωροταξίας ΑΠΕ, αφήνοντας έξω από την ενεργειακή πολιτική σημαντικές μορφές ΑΠΕ, όπως η γεωθερμία, η τηλεθέρμανση από τις θερμοπηγές της Ικαρίας, η αξιοποίηση της υδατόπτωσης.
Το παράδειγμα της Ικαρίας, μίας από τις φτωχότερες περιοχές της ΕΕ, με ανερχόμενο ήπιο τουρισμό και υπαρκτούς κινδύνους διατάραξης των οικολογικών ισορροπιών και της βιοποικιλότητας, αναδεικνύει την ανάγκη, οι όποιες λύσεις να γίνονται με τον σωστό σχεδιασμό, υπολογίζοντας την διατήρηση των ευαίσθητων οικολογικών ισορροπιών και πάντα μέσα από διάλογο με τις τοπικές κοινωνίες, ώστε να έχουν τη στήριξή της.