COP-29 : Η Διάσκεψη της σιωπής ή της απενοχοποίησης ;
Στις 24 Νοεμβρίου ολοκληρώθηκε στο Μπακού, την πρωτεύουσα του Αζερμπαϊτζάν, η Παγκόσμια Διάσκεψη για το Κλίμα του ΟΗΕ (COP29). Αν και κάποιοι την ονόμασαν «Η COP της Κλιματικής Χρηματοδότησης», για πολλούς αναλυτές και παρατηρητές αποτέλεσε μία ακόμα χαμένη ευκαιρία για αποφάσεις ουσιαστικής αλλαγής. Ο απολογισμός της περιλαμβάνει μεγάλες διαφωνίες, ελλείψεις στη συμμετοχή κρίσιμων χωρών και περιορισμένες δεσμεύσεις για το μέλλον του πλανήτη.
Το πλαίσιο και οι προκλήσεις
Η COP29 ξεκίνησε μέσα σε ένα κλίμα βαθιάς αμφισβήτησης λόγω της επιλογής της χώρας που τη φιλοξένησε. Το Αζερμπαϊτζάν βασίζει σε μεγάλο βαθμό την οικονομία του στην παραγωγή και εξαγωγή ορυκτών καυσίμων, γεγονός που έρχεται σε σύγκρουση με τους στόχους της διάσκεψης για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής. Επιπλέον, η απουσία σημαντικών χωρών, γνωστών ως «Μεγάλων Ρυπαντών», όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα και η Ινδία, αλλά και η αποχώρηση της Γαλλίας και της Αργεντινής, υπονόμευσαν τη δυναμική των συνομιλιών. Οι πολιτικές εντάσεις και οι ασυμφωνίες μεταξύ ανεπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών έθεσαν εμπόδια στη διαμόρφωση ισχυρών δεσμεύσεων.
Τα κύρια αποτελέσματα
Χρηματοδότηση για την κλιματική προσαρμογή
Η πιο προβεβλημένη δέσμευση της COP29 ήταν η πρόταση τριπλασιασμού της κλιματικής χρηματοδότησης στα 300 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως έως το 2035. Ωστόσο, το ποσό αυτό απέχει πολύ από το 1,3 τρισεκατομμύρια δολάρια που απαιτούνται ώστε οι υπανάπτυκτες και οι αναπτυσσόμενες χώρες να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Η ασυμφωνία για τη συνεισφορά των ανεπτυγμένων χωρών, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι η Κίνα κατατάσσεται στις αναπτυσσόμενες χώρες, δημιούργησε εντάσεις και αμφισβητήσεις για την αποτελεσματικότητα του Ταμείου Αντιμετώπισης Επιπτώσεων.
Κανόνες για τις αγορές άνθρακα
Μία θετική εξέλιξη ήταν η υιοθέτηση νέων κανόνων για τις αγορές άνθρακα, επιτρέποντας την εξαγορά δικαιωμάτων εκπομπών από ανεπτυγμένες χώρες προς αναπτυσσόμενες. Ωστόσο, η πρακτική αυτή επικρίθηκε, καθώς επιτρέπει στις πλουσιότερες χώρες να αποφεύγουν τη μείωση εκπομπών στις ίδιες, μεταφέροντας το βάρος στις φτωχότερες.
Αποτυχία στις εθνικές δεσμεύσεις
Δεν υπήρξε συμφωνία για αυστηρότερους στόχους στις Εθνικά Καθορισμένες Συνεισφορές (NDCs) για τη μείωση των εκπομπών. Οι περισσότερες χώρες απέφυγαν να δεσμευτούν για τη σταδιακή κατάργηση των ορυκτών καυσίμων, ενώ η απουσία μεγάλων ρυπαντών όπως οι ΗΠΑ και η Κίνα ενίσχυσε την αδράνεια. Τα επιστημονικά στοιχεία που παρουσιάστηκαν στη διάσκεψη προειδοποιούν πως η υπέρβαση του ορίου αύξησης της θερμοκρασίας κατά 1,5°C είναι πλέον σχεδόν βέβαιη.
Θετικά αποτελέσματα
Παρά τις απογοητεύσεις, υπήρξαν ορισμένες ελπιδοφόρες εξελίξεις:
Προστασία πολιτιστικής κληρονομιάς: Για πρώτη φορά, 30 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας, πρότειναν την ένταξη της προστασίας πολιτιστικών μνημείων από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο Ταμείο Αντιμετώπισης Επιπτώσεων.
Πράσινη Ζώνη: Η παράλληλη «Πράσινη Ζώνη», που φιλοξένησε ΜΚΟ, επιστήμονες και ακτιβιστές, αποτέλεσε ένα χώρο διαλόγου και εναλλακτικών προτάσεων, προσφέροντας πιο συνειδητοποιημένες ιδέες για την κλιματική δράση.
Η επόμενη μέρα
Η COP29 ανέδειξε ξανά τις δυσκολίες της διεθνούς συνεργασίας, αλλά και την ανάγκη για πιο τολμηρές δεσμεύσεις. Η επόμενη διάσκεψη (COP30) θα πραγματοποιηθεί στη Βραζιλία το 2025, σε μία χώρα που, αν και αναπτυσσόμενη, διαθέτει μεγάλη βιοποικιλότητα και φιλοδοξεί να φέρει την κλιματική δικαιοσύνη στο επίκεντρο.
Οι κυβερνήσεις καλούνται να ξεπεράσουν τις πολιτικές διαφορές και να εστιάσουν στις ουσιαστικές προκλήσεις. Χωρίς επαρκή χρηματοδότηση και δεσμευτικά μέτρα, οι στόχοι της Συμφωνίας του Παρισιού παραμένουν ανέφικτοι, ενώ οι ευάλωτες χώρες συνεχίζουν να υφίστανται τις χειρότερες συνέπειες της κλιματικής κρίσης.
Όπως δήλωσε εκπρόσωπος νησιωτικών κρατών: «Δεν υπάρχει πλέον χρόνος για αναβολές. Είτε αναλαμβάνουμε δράση τώρα, είτε θα υποστούμε τις συνέπειες όλοι μας.»
Οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ, παρακολουθούμε τις εξελίξεις με βαθιά ανησυχία καθώς βλέπουμε τους «Μεγάλους Ρυπαντές», την Ε.Ε., αλλά και την Ελληνική Κυβέρνηση να σύρονται σε αποφάσεις που λίγα θετικά αποτελέσματα αναμένεται να αποδώσουν.